Οι Αραβικές επιθέσεις στην Κύπρο, 7ος αιώνας μ.Χ.
Το 647 οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη σοβαρή και μεγάλη ναυτική επιχείρηση των Αράβων κατά της βυζαντινής Κύπρου, υπό την αρχηγία του ίδιου του εμίρη τότε της Συρίας Μωαβία, που εγκαινίασε και τη μακρά διαμάχη Βυζαντινών και Αράβων με επίκεντρο την Κύπρο, που κράτησε γύρω στους τρεις αιώνες (7ος - 10ος) και έπληξε καίρια ολόκληρο το νησί. Οι πηγές αναφέρουν ένα πολύ μεγάλο και υπερβολικό αριθμό καραβιών που χρησιμοποιήθηκαν για την επιδρομή αυτή (1.700 σκάφη, με αρχηγό του στόλου τον Αβδαλλάχ Ιμπν Καΐς). Πολλά από τα καράβια αυτά διέθεσε ο εμίρης της Αιγύπτου. Ο αιγυπτιακός στόλος πήρε μέρος στην επιδρομή κατά της Κύπρου πιθανότατα με κίνητρα εκδικητικά, επειδή το νησί είχε ίσως χρησιμοποιηθεί ως βάση για την επίθεση του βυζαντινού στόλου κατά της Αλεξάνδρειας στα 646, με αρχηγό το στρατηγό Μανουήλ.
Ο Μωαβίας, εμίρης της Συρίας από το 639/640, ίσως να είχε επίσης δεχτεί επιθέσεις Βυζαντινών στη Συρία με ορμητήριο την Κύπρο. Το 647 πάντως έφτασε στο νησί, κατέλαβε ύστερα από σύντομη πολιορκία την πρωτεύουσα Κωνσταντία (Σαλαμίνα) την οποία και λεηλάτησε και στη συνέχεια κούρσεψε, όπως και πολλά άλλα μέρη του νησιού, χτυπώντας ιδίως τους παραθαλάσσιους οικισμούς του.
Ο Μωαβίας, αφού πέτυχε εύκολη νίκη, μεταξύ άλλων επέβαλε στους κατοίκους της Κύπρου να πληρώνουν στους Άραβες ετήσιο φόρο από 7.200 χρυσά νομίσματα, δηλαδή τον ίδιο φόρο που κατέβαλλαν οι ντόπιοι και στους Βυζαντινούς. Τελικά όμως έφυγε από το νησί όταν πληροφορήθηκε ότι ο ισχυρός στόλος των Βυζαντινών έπλεε προς την Κύπρο. Η επιδρομή όμως αυτή είχε σαν αποτέλεσμα της να εγκαινιαστεί ένα περίεργο καθεστώς "ουδετερότητας" της Κύπρου ή και συγκυριαρχίας μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, που περιελάμβανε και την ίση κατανομή των φόρων που κατέβαλλαν οι Κύπριοι και στους Βυζαντινους και στους Άραβες.
Λίγα όμως χρόνια αργότερα, το 653, ο Μωαβίας οργάνωσε και δεύτερη επιδρομή κατά της Κύπρου, με την πρόφαση ότι οι Κύπριοι είχαν παραβεί τους όρους που είχαν τεθεί μετά την προηγούμενη επιδρομή του. Πρώτος στόχος ήταν και πάλι η πρωτεύουσα Κωνσταντία που καταλήφτηκε και,ύστερα από λεηλασία 40 ημερών, καταστράφηκε ολοσχερώς και δεν ξανακτίστηκε. Λεηλατήθηκαν στη συνέχεια όλες οι σημαντικές πόλεις, καταστράφηκαν ολοσχερώς και εγκαταλείφτηκαν. Η Πάφος πρόβαλε σθεναρή αντίσταση αλλά τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί ύστερα από σκληρή πολιορκία και μετά από υπογραφή συμφωνίας. Στην Κύπρο παρέμεινε ως φρουρά ένας ικανός αριθμός Αράβων, που φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν-τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς - σε περιοχή κοντά στην Πάφο. Δεν είναι γνωστό πότε αποσύρθηκε το στράτευμα αυτό από την Κύπρο. Πιθανότερο φαίνεται ο στρατός να ανακλήθηκε από τον ίδιο το Μωαβία γύρω στα 659, όταν αυτός, πιεζόμενος από σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, είχε υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς.
Γίνεται φανερό, ότι Βυζαντινοί και Άραβες είχαν κατανοήσει τη μεγάλη στρατηγική σημασία της Κύπρου καθώς και το μέγεθος των ωφελημάτων από τυχόν κατάληψή της.
Με την απομάκρυνση της αραβικής φρουράς και την αναγνώριση της ουδετερότητάς της, η Κύπρος γίνεται τόπος συνάντησης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που έρχονται για ειρηνικούς και εμπορικούς σκοπούς. Στην Κύπρο υπήρχαν παράλληλα Βυζαντινοί αξιωματούχοι και Μουσουλμάνος κυβερνήτης, (wali), διορισμένος από τους Άραβες.
H ισορροπία αυτή ανατράπηκε στα 691/2 ξαφνικά, εξαιτίας μιας άστοχης, όπως αποδείχτηκε, κίνησης του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β', σχετικά με την Κύπρο. Συγκεκριμένα ο αυτοκράτορας διέταξε τη μεταφορά του πληθυσμού της Κύπρου στην Κύζικο, αρχαία πόλη της Προποντίδας, ανάμεσα στην Πάνορμο και στην Αρτάκη (Ελλήσποντος). Οι λόγοι της μεταφοράς αυτής του κυπριακού πληθυσμού στην Κύζικο ήταν η χρησιμοποίηση των Κυπρίων σε διάφορες σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία, όπως στρατιωτικές, ναυτικές, ναυπηγικές αλλά και η μη καταβολή φόρων στους Άραβες με τη μετακίνηση τoυ πληθυσμού.
Άμεση ήταν η αντίδραση του χαλίφη Αμπντ Αλ Μάλικ, ο οποίος μετέφερε στη συνέχεια τον υπόλοιπο κυπριακό πληθυσμό από την Κύπρο στη Συρία. Η ενέργεια αυτή του χαλίφη σήμαινε ότι θεωρούσε μέρος του πληθυσμού της Κύπρου ως υποκείμενο σε φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις απέναντί του.
Στην Κύζικο μεταφέρθηκαν, πιθανότατα, οι ικανότεροι από τους Κυπρίους για ναυτική και στρατιωτική υπηρεσία.. Η περιοχή του Ελλησπόντου στην οποία εγκαταστάθηκαν οι Κύπριοι, ονομάστηκε Νέα Ιουστινιανούπολις ή Ιουστινιανή. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της μετοικεσίας, ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Κύπρου φέρει μέχρι σήμερα στον τίτλο <<αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου>>.
Η μεταφορά των Κυπρίων στην Κύζικο (που πολλοί την θεώρησαν ως εξορία, αλλά που ήταν πράξη συνηθισμένη κατά το Μεσαίωνα) δε διάρκεσε για πολύ, αλλά στοίχισε σε πολλούς τη ζωή εξαιτίας των ταλαιπωριών. Γύρω στο 705, κατόπιν συμφωνίας, επιστρέφοουν οι Κυπριοι από την Κύζικο στην πατρίδα τους αλλά και όσοι Κύπριοι είχαν μεταφερθεί στη Συρία.
Με την επιστροφή των Κυπρίων στην πατρίδα τους, επέστρεψαν και επανεγκαταστάθηκαν στο νησί και Άραβες .Εφαρμόστηκε έτσι και πάλι το καθεστώς της "ουδετερότητας", της ισορροπίας και της συνύπαρξης. Με την επικράτηση ειρηνικών συνθηκών διευκολύνθηκε πολύ και το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Αράβων. Η Κύπρος χρησίμευε και σαν διαμετακομιστικός σταθμός.
Ο Άραβας ιστορικός Ίμπν Χαουκάλ, που έζησε το 10ο αιώνα, αναφέρει τα εξής για την εποχή αυτή:<<Η Κύπρος παράγει ωραία μαστίχη και άφθονη ρητίνη και μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα, η δε γονιμότητα της γης της ξεπερνά κάθε περιγραφή>>. Ο ίδιος συγγραφέας μιλώντας για την Κρήτη και για την Κύπρο γράφει: <<αυτά ήταν νησιά, όπου υπήρχαν άφθονα τα αγαθά και οι φόροι και το εμπόριο και η εξαγωγική και εισαγωγική κίνηση ήκμαζε>>. Ένας Άγγλος προσκυνητής που πέρασε από την Κύπρο την εποχή αυτή (723 μ.Χ.) και έμεινε τρεις εβδομάδες στην Πάφο και στην Κωνσταντία, ο Willibald, γράφει για τους Κυπρίους ότι βρίσκονταν μεταξύ των Ελλήνων και των Σαρακηνών και ότι ήταν άοπλοι, γιατί υπήρχε βαθιά ειρήνη και φιλία.
Στη συνέχεια οι ειρηνικές συνθήκες διακόπτονται κατά διαστήματα από επιδρομές και αναστατώσεις. Το 747 μ.Χ., σε μια εποχή που στις χώρες του Βυζαντίου είχε εξαπλωθεί η πανούκλα, αναφέρεται ότι αραβικός στόλος από 1.000 πλοία ξεκίνησε για την Κύπρο. Ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον τους αυτοκρατορικές δυνάμεις, που κατέστρεψαν τα αραβικά πλοία.
Γενικά μιλώντας για την περίοδο αυτή, μπορούμε να πούμε ότι οι τρεις περίπου αιώνες της εποχής των αραβικών επιδρομών είναι από τους πιο τραγικούς της Ιστορίας της Κύπρου. Οι Άραβες δεν επιδίωξαν (ή και δεν ήταν σε θέση να επιδιώξουν) μια μόνιμη επικυριαρχία στην Κύπρο και κατάληψη του νησιού. Αρκούνταν μόνο σε μεγάλες ή μικρότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τη μορφή των επιδρομών, που κατέληγαν σε εκτεταμένες λεηλασίες. Αμέσως μετά αναχωρούσαν, παίρνοντας διάφορους θησαυρούς καθώς και πολλούς αιχμαλώτους που πουλιόνταν ως σκλάβοι στην Ανατολή. Άφηναν δε πίσω τους ερείπια και στάχτες, την καταστροφή, το θάνατο και την ερήμωση. Έτσι, το νησί οδηγήθηκε σε τέτοια κατάσταση παρακμής, ώστε κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως τόπος εξορίας ανθρώπων που έπεφταν σε δυσμένεια ή ήταν ηττημένοι πολιτικοί ή και θρησκευτικοί αντίπαλοι. Την περίοδο των αραβικών επιδρομών που συμπίπτει με την περίοδο της Εικονμαχίας, η Κύπρος αποτέλεσε και καταφύγιο πολλών εικονολατρών που μετέφεραν μαζί και τις εικόνες τους ή και καταφύγιο ανθρώπων από γειτονικές χώρες οι οποίοι επίσης υπέφεραν από την αραβική επέκταση και κυριαρχία.
Η κατάσταση αυτή κράτησε ως το 965. Τη χρονιά εκείνη, ο Νικηφόρος Φωκάς συνέτριψε το στόλο των Αράβων στις ακτές της Μικράς Ασίας, ο δε στρατηγός του, Νικήτας Χαλκούτσης απελευθέρωσε οριστικά την Κύπρο από τα χέρια των Αράβων. Η Κύπρος για περισσότερο από δυο αιώνες θα ενταχτεί στην αυτοκρατορία, Θα κυβερνιέται από Βυζαντινούς αξιωματούχους που συνήθως έφεραν τον τίτλο του δούκα. Με την υπαγωγή όμως ξανά της Κύπρου στο Βυζαντινό κόσμο, και τη διακυβέρνηση του νησιού από Βυζαντινούς κυβερνήτες, θα εμφανιστούν και οι προσωπικές φιλοδοξίες μερικών από αυτούς, που θα δοκιμάσουν και πάλι να αποκόψουν το νησί από την αυτοκρατορία και να γίνουν ανεξάρτητοι ηγεμόνες του.
πηγές?
ΑπάντησηΔιαγραφή