Tα τείχη της Πόλης
Το Βυζάντιο ήταν χτισμένο στα σύνορα δύο ηπείρων, σε ύψωμα και είχε ένα καλά προστατευμένο λιμάνι, το Χρυσό Κέρας. Η θάλασσα περιέβαλλε την πόλη από τρεις πλευρές: βόρεια με το χρυσό κέρας, ανατολικά με το Βόσπορο και νότια με τη θάλασσα του Μαρμαρά. Η μόνη οχύρωση που χρειαζόταν ήταν ένα τείχος στα δυτικά. Τα τείχη που θα υψωθούν, επιβλητικά ακόμα και σήμερα, παρά την εγκατάλειψη και ερήμωση, θα αποθαρρύνουν τον οποιοδήποτε εισβολέα.
Στην ιστορία της Πόλης η αρχική οχύρωση οφείλεται στον ιδρυτή της,το Μέγα Κωνσταντίνο, που σύμφωνα με την παράδοση χάραξε με άροτρο τη γραμμή που θα ακολουθούσαν τα τείχη. Ήταν ένα μονό οχυρωματικό τείχος μήκους 3 χμ., με πύργους.
Καθώς αυξάνεται ο πληθυσμός της Πόλης και χτίζονται κτίρια έξω από τα αρχικά τείχη, προκύπτει η ανάγκη για νέα μεγαλύτερη και ισχυρότερη οχύρωση. Η κατασκευή των νέων τειχών, των λεγόμενων <<Θεοδοσιανών>>, θα ξεκινήσει επί Θεοδοσίου του Β' το 408, με γενικό επόπτη του έργου τον έπαρχο Ανθέμιο. Το έργο θα ολοκληρωθεί το 447 και αφού θα έχει μεσολαβήσει ένας δυνατός σεισμός που θα επιφέρει καθυστέρηση στην ολοκλήρωσή του..
Η νέα οχυρωματική γραμμή ξεκινούσε δύο χμ. περίπου δυτικά της γραμμής των τειχών του Κων/νου και θα αποδειχτεί ισχυρή και ανθεκτική, προστατεύοντας τη Βασιλεύουσα για πάνω από μια χιλιετία. Το μήκος των τειχών ήταν 5.570 μέτρα και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Δηλαδή οι εισβολείς συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο που χωριζόταν κάθετα σε τμήματα από τοίχους, στο εσωτερικό των οποίων κρύβονταν σωλήνες για την υδροδότηση της Πόλης. Στην εσωτερική πλευρά της υψωνόταν ένα τείχος ύψους 2 μέτρων, δυσχεραίνοντας τη διάβαση της από τους επίδοξους εισβολείς. Αμέσως μετά ήταν το έξω τείχος, γνωστό και ως μικρόν τείχος, ενώ εάν περνάγανε το πρώτο συναντούσαν το μεγαλύτερο έσω τείχος, γνωστό και ως μέγα τείχος ή κυρίως τείχος. Ανάμεσα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό τείχος υπήρχε ένας περίβολος με πλάτος 15-20 μ.
Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το έξω τείχος 15 με 17 μέτρα. Το εσωτερικό τείχος εκτεινόταν από τις ακτές της Προποντίδας ως τη συνοικία των Βλαχερνών. Τα υλικά κατασκευής ήταν τετραγωνισμένοι δόμοι ασβεστόλιθου που ενώνονταν μεταξύ τους με πέτρες και συνθετικό κονίαμα. Ανά συγκεκριμένα διαστήματα τοποθετούνταν σειρές από κόκκινους πλίνθους. Το τείχος είχε πάχος 5 μ. ύψος 10 μ. και διέθετε ανά διαστήματα 60-70 μέτρων 96 συνολικά πολυγωνικούς και τετράγωνους πύργους. Ηταν χτισμένοι σε δύο επίπεδα, το ανώτερο επίπεδο κατέληγε στις επάλξεις και εκεί ήταν τοποθετημένοι οι καταπέλτες, ενώ οι πύργοι του κάτω επιπέδου λειτουργούσαν ως φυλάκιο και αποθήκη.
Η κατασκευή του εξωτερικού τείχους έγινε σε απόσταση 15 μέτρων από το εσωτερικό για τη μέγιστη προστασία της Πόλης. Το προτείχισμα είχε πάχος 4,5 μ. με ειδικές τοξοθυρίδες, δηλαδή ανοίγματα ειδικά κατασκευασμένα για τους τοξότες. Οι πύργοι ήταν τετράγωνοι ή οχτάγωνοι τοποθετημένοι εναλλάξ με τέτοιον τρόπο, ώστε ανάμεσα σε δύο πύργους του εσωτερικού τείχους να παρεμβάλλεται ένας του εξωτερικού.
Κατά μήκος των τειχών υπήρχαν μεγάλες θωρακισμένες πύλες. Ξεκινώντας από το νότο προς βορρά, ήταν διαδοχικά πέντε πολιτικές και πέντε στρατιωτικές: πρώτη στρατιωτική πύλη, μετά η περίφημη Χρυσή πύλη που ήταν η επίσημη- ενίοτε θριαμβική- είσοδος της Πόλης, δεύτερη στρατιωτική πύλη, η λεγόμενη Πύλη του Βελιγραδίου, η Πύλη της Σηλυβρίας ή της Πηγής, τρίτη στρατιωτική πύλη, η Πύλη του Ρηγίου, η τέταρτη στρατιωτική πύλη, η Πύλη του Αγίου Ρωμανού, η πέμπτη στρατιωτική πύλη και τέλος η Πύλη του Χαρισαίου. Εκτός από τις κύριες πύλες υπήρχαν και μικρότερες, οι πυλίδες, γνωστότερη από τις οποίες είναι η Κερκόπορτα…
Τα παράλια τείχη στεφάνωναν την Πόλη από τη θάλασσα του Μαρμαρά ως τον Κεράτιο κολπο. Η πρώτη αναφορά για την ύπαρξή τους γίνεται γύρω στο 439. Ήταν μικρότερα σε μήκος, χτισμένα σε μία σειρά, με πάχος 3-4 μέτρα, ύψος 10 μ. και είχαν κατά μήκος τους αρκετούς πύργους. Για την αποτροπή της εισόδου των εχθρών στον Κεράτιο, οι Βυζαντινοί τοποθετούσαν μια βαριά αλυσίδα που έφτανε ως το Γαλατά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εξαιτίας των ισχυρών θαλάσσιων ρευμάτων στο Μαρμαρά, η επίθεση του εχθρού από την θάλασσα ήταν σχεδόν αδύνατη.
Τα τείχη δέχτηκαν επισκευές και επεκτάσεις μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Σημαντική προσθήκη έγινε από τον Μανουήλ Κομνηνό ο οποίος συμπλήρωσε ένα μακρύ τείχος για να προστατέψει την περιοχή του ανακτόρου των Βλαχερνών , που αποτέλεσε στόχο των Σταυροφόρων. Εκτεταμένες επισκευές έγιναν και από τον Ιουστινιανό αλλά και από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο λίγο πριν την τελευταία πολιορκία.
Ατέλειωτες ορδές εχθρών έφτασαν μπροστά στα ορθωμένα τείχη, που σύμφωνα με τους υπερασπιστές η ίδια η Παναγιά στεκόταν από πάνω τους ακοίμητος φρουρός. Ο Αττίλας ο Ούννος, ίσως ο πιο τρομερός στρατηλάτης του κόσμου, όταν είδε τα τείχη αναθεώρησε οποιαδήποτε επιθυμία του να κατακτήσει την Πόλη. Άβαροι, Σλάβοι και Βούλγαροι προσπάθησαν να τα ανέβουν με τόξα, ακόντια και πέτρες και τα είδαν να επιστρέφουν καταπάνω τους μαζί με το τρομερό υγρό πυρ, Άραβες έστησαν πολύμηνη πολιορκία και στο τέλος οι ίδιοι δεν άντεξαν, Τούρκοι προσπάθησαν να ανοίξουν λαγούμια και, όταν μετά από κόπο το πετύχαιναν, έβλεπαν μπροστά τους τον αμυνόμενο να τους καίει με τη φωτιά. Τελικά χρειάστηκε το νέο όπλο, το κανόνι για να μπορέσουν, μετά από επίμονη προσπάθεια, να σπάσουν τα απόρθητα τείχη…
Η κατασκευή του εξωτερικού τείχους έγινε σε απόσταση 15 μέτρων από το εσωτερικό για τη μέγιστη προστασία της Πόλης. Το προτείχισμα είχε πάχος 4,5 μ. με ειδικές τοξοθυρίδες, δηλαδή ανοίγματα ειδικά κατασκευασμένα για τους τοξότες. Οι πύργοι ήταν τετράγωνοι ή οχτάγωνοι τοποθετημένοι εναλλάξ με τέτοιον τρόπο, ώστε ανάμεσα σε δύο πύργους του εσωτερικού τείχους να παρεμβάλλεται ένας του εξωτερικού.
Κατά μήκος των τειχών υπήρχαν μεγάλες θωρακισμένες πύλες. Ξεκινώντας από το νότο προς βορρά, ήταν διαδοχικά πέντε πολιτικές και πέντε στρατιωτικές: πρώτη στρατιωτική πύλη, μετά η περίφημη Χρυσή πύλη που ήταν η επίσημη- ενίοτε θριαμβική- είσοδος της Πόλης, δεύτερη στρατιωτική πύλη, η λεγόμενη Πύλη του Βελιγραδίου, η Πύλη της Σηλυβρίας ή της Πηγής, τρίτη στρατιωτική πύλη, η Πύλη του Ρηγίου, η τέταρτη στρατιωτική πύλη, η Πύλη του Αγίου Ρωμανού, η πέμπτη στρατιωτική πύλη και τέλος η Πύλη του Χαρισαίου. Εκτός από τις κύριες πύλες υπήρχαν και μικρότερες, οι πυλίδες, γνωστότερη από τις οποίες είναι η Κερκόπορτα…
Τα παράλια τείχη στεφάνωναν την Πόλη από τη θάλασσα του Μαρμαρά ως τον Κεράτιο κολπο. Η πρώτη αναφορά για την ύπαρξή τους γίνεται γύρω στο 439. Ήταν μικρότερα σε μήκος, χτισμένα σε μία σειρά, με πάχος 3-4 μέτρα, ύψος 10 μ. και είχαν κατά μήκος τους αρκετούς πύργους. Για την αποτροπή της εισόδου των εχθρών στον Κεράτιο, οι Βυζαντινοί τοποθετούσαν μια βαριά αλυσίδα που έφτανε ως το Γαλατά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εξαιτίας των ισχυρών θαλάσσιων ρευμάτων στο Μαρμαρά, η επίθεση του εχθρού από την θάλασσα ήταν σχεδόν αδύνατη.
Τα τείχη δέχτηκαν επισκευές και επεκτάσεις μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Σημαντική προσθήκη έγινε από τον Μανουήλ Κομνηνό ο οποίος συμπλήρωσε ένα μακρύ τείχος για να προστατέψει την περιοχή του ανακτόρου των Βλαχερνών , που αποτέλεσε στόχο των Σταυροφόρων. Εκτεταμένες επισκευές έγιναν και από τον Ιουστινιανό αλλά και από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο λίγο πριν την τελευταία πολιορκία.
Ατέλειωτες ορδές εχθρών έφτασαν μπροστά στα ορθωμένα τείχη, που σύμφωνα με τους υπερασπιστές η ίδια η Παναγιά στεκόταν από πάνω τους ακοίμητος φρουρός. Ο Αττίλας ο Ούννος, ίσως ο πιο τρομερός στρατηλάτης του κόσμου, όταν είδε τα τείχη αναθεώρησε οποιαδήποτε επιθυμία του να κατακτήσει την Πόλη. Άβαροι, Σλάβοι και Βούλγαροι προσπάθησαν να τα ανέβουν με τόξα, ακόντια και πέτρες και τα είδαν να επιστρέφουν καταπάνω τους μαζί με το τρομερό υγρό πυρ, Άραβες έστησαν πολύμηνη πολιορκία και στο τέλος οι ίδιοι δεν άντεξαν, Τούρκοι προσπάθησαν να ανοίξουν λαγούμια και, όταν μετά από κόπο το πετύχαιναν, έβλεπαν μπροστά τους τον αμυνόμενο να τους καίει με τη φωτιά. Τελικά χρειάστηκε το νέο όπλο, το κανόνι για να μπορέσουν, μετά από επίμονη προσπάθεια, να σπάσουν τα απόρθητα τείχη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου