Ο Βασίλειος, μετά τη συντριβή των Βουλγάρων (1014), για να τονώσει το φρόνημα των πληθυσμών της νότιας Ελλάδας, πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε την Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (στον Παρθενώνα)
Στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφεται η πορεία του Βασιλείου προς την Αθήνα και η επίσκεψή του στον Ιερό Βράχο.
... Στητός απάνω στο φαρί του ο Βασίλειος κοίταζε μπροστά. Έψαχνε να δει το θαύμα των αιώνων, την Ακρόπολη, που ως τότε δεν είχε ποτέ του αντικρίσει. Γερά χτυπούσε η καρδιά μέσα στο στήθος, δυνατό ήταν πάντα το κορμί του, ακατάβλητο το χέρι του, που τόσα χρόνια πολεμούσε. Κοίταζε μπροστά και, όταν σε μια στροφή του δρόμου, στο ύψωμα απάνω, απλώθηκε μπροστά στο βλέμμα του η πόλη της Παλλάδας, ρίγος τον έζωσε ολόκληρο. Στο λόφο απάνω, στο μέσον της Αθήνας, είδε το ιερό που στήσανε οι Αθηναίοι για την Παρθένα που λατρεύανε. Γλυκό χρώμα είχαν τα μάρμαρα, καθώς τα αντίκριζε από μακριά, ρόδινο, σαν σάρκα που έπαλλε από ζωή. Υγράνθηκαν τα μάτια του, θάμπωσε η θωριά του. Έβλεπε την Ακρόπολη, το θαύμα των αιώνων, το σπίτι τώρα της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, μεγάλη η χάρη Της, άφθονα τα θαύματά της. Κοιτούσε πάντα μπρος, χτυπώντας το φαρί του. Βιαζότανε. Μαγνήτης ο Ιερός Βράχος, τον τραβούσε. Τραντάχτηκε το φουσάτο, άνοιξαν τις δρασκελιές οι πεζοί, τροπόδισαν τα άλογα. Σαν να πλησίαζε ο Βράχος. Υγρά ήταν πάντα τα μάτια του Βασιλειου. Έφτανε στην Αθήνα. Στην παλιά ένδοξη πόλη με τα σπίτια της και τα αρχοντικά της, τις λίγες εκκλησίες της με τα ψηλα καμπαναριά που σφίγγονταν γύρω από το Βράχο, σαν να γυρεύανε προστασία από κείνον, μια και τειχιά δεν τη ζώναν ένα γύρω.
Κατέβαινε το βασιλικό φουσάτο, ανέμιζαν τα φλάμπουρα, χτυπούσαν τα τύμπανα, αντηχούσαν τα βούκινα και οι σάλπιγγες. Ερχότανε ο νικητής, ο γερο-αυτοκράτορας, να προσκυνήσει την Παναγιά, στο σπίτι της Αθηνάς, που λάτρευαν οι Αθηναίοι στα χρόνια τα παλιά. Κατέβαινε το λαμπερό φουσάτο, έσκυψε ο γερο- Υμμητός, το κοιταξε,ταράχτηκε. Χρόνια, αιώνες είχαν να δουν τα κορφοβούνια του τόσους αρματωμένους. Χτύπησαν οι καμπάνες, αντιλάλησαν τα σήμαντρα, τρέξανε οι αρχόντοι, οι άνθρωποι του λαού, να υποδεχτούν το νικητή, το βασιλέα και Αυτοκράτορα που τίμαγε την πόλη τους.
Βγήκε και ο μητροπολίτης ο Μιχαήλ, με το χρυσό παπαδολόι πλάι του και με τα θυμιατά και με τα λάβαρα της εκκλησιάς του, που λατρευόταν τώρα η Μάνα του Ιησού, περίμενε τον χιονισμένο από τα χρόνια καβαλάριο.
Με Παναθήναια έμοιαζε η πομπή, καθώς προχώραγαν μπροστά από τον Βασιλέα κοπέλες όμορφες με κάνιστρα και ροδοπέταλα, καθώς χρυσοντημένοι καβαλάριοι ακολουθούσαν. Ίδια με αρχαία γιορτή έμοιαζε, μόνο που αντί για ταύρους και θυσίες, ερχότανε μαλάματα και ασήμια να αφιερωθούν στην Παναγιά, τη Μάνα, την Παρθένα. Για την παλιά γιορτή την νόμισαν οι βράχοι, οι κολόνες, τα αγάλματα και ένα σύγκρυο πέρασε μέσα στη μαρμάρινη καρδιά τους. Άλαλες αντικρίσανε τον Αυτοκράτορα, στρατιώτη μες στους στρατιώτες, χωρίς στολίδια περιττά απάνω του, χωρίς κεντίδια και χρυσάφια.
Λάμψανε τα χρυσά άμφια του Μητροπολίτη, των παπάδων, κάτω από το δυνατό φως του Απολλωνα, αστραποβόλησαν τ΄άρματα, γυαλίσαν τα σκουτάρια, οι θώρακες και τα κασίδια. Πεζός ανέβηκε στον Ιερό Βράχο ο Βασίλειος, με δύναμη πάτησε το χώμα που πατούσανε κάποτε οι ιεοφάντηδες της Αθηνάς. Ρωμιός ήταν εκείνος, κληρονόμος των Ελλήνων. Τούτη τη στιγμή την ένιωθε περισσότερο από ποτές. Πρόγονοι δικοί του, ίδια φάρα, ίδια φυλή, αυτοί που χτίσανε τον Παρθενώνα. Την ίδια γλώσσα μιλούσανε. Κι αν πιστεύανε άλλα, αν άλλο Θεό λατρεύαν, το σφάλμα δεν ήταν δικό τους. Ο Σωτήρας δεν είχε γεννηθεί ακόμα.
Σήκωσε το βλέμμα και είδε το μυριόμορφο ναό. Περίκαλλη η Αγιά-Σοφιά, μεγάλη πλούσια σε ασήμια και χρυσάφια, σε μάρμαρα χρωματιστά, σε ψηφιδωτά. Απαλός τουτος ο ναός, ίσιες οι γραμμές του, βαριές και ανάλαφρες μαζί οι άπειρες κοιλονες. Σαν ζωντανά του φάνηκαν τα άγάλματα, καθώς τα τόξευε με το χρυσό του φως ο Φοίβος. Προχώραγε συνεπαρμένος από την ομορφιά, τη γαλήνη που του χάριζε ο τόπος. Χιλιάδες γύρω του αρματωμένοι, λαός, άρχοντες και παπάδες. Φώναζαν, έψελναν, αχός δεν έφτανε στα αυτιά του. Βουβός ήταν ο κόσμος γύρω του. Κοιτούσε, χάιδευε με το βλέμμα του, θαύμαζε, απορούσε.
- Τόση ομορφιά!...Τόση ομορφιά!... μουρμούρισαν τα χείλη του. Σ΄ ευχαριστώ Θεέ μου σ΄ ευχαριστώ Γλυκιά Παρθένα που με αξίωσες να ΄ρθω προσκυνητής!
Μπήκε στο ναό, αντηχήσανε πάνω στα μάρμαρα τα πορφυρά καμπάγια του. Ήταν πολεμιστής. Βαριά πατούσε πάνω στη γης, την έκανε να τρεμει. Κοκκίνησε. Ανάλαφρα σήκωσε τώρα το ένα πόδι, ανάλαφρα το ακούμπησε να κάνει ένα βήμα. Ιερή συγκίνηση έπνιγε το στήθος του. Τα μάτια του ταξίδεψαν μέσα στο ναό. Ψιθύρους άκουγε μόνον αυτός. Σπιτι της Αθηνάς ήταν αυτό. Ζουσε ακόμα μέσα στον σκοτεινό σηκό της. Το όνομά της άλλαξες μονάχα, Μαρία τη λέγαν τώρα. Ανατρίχιασε. Ήταν πιστός, ήταν θεοσεβούμενος, έδιωξε την σκέψη. Ζύγωσε το εικόνισμα της Παναγιάς, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε. Νικητής και τροπαιούχος ερχότανε στην πόλη της Αθήνας. Ήθελε να προσευχηθεί, να Την ευχαριστήσει. (…)
Όρθια ήταν η Χάρη Της, με ενωμένα σε προσευχή τα χέρια Της. Σαν φυλακτό στο στήθος απάνω το κεφάλι του παιδιού Της. Θαμπώσανε ξανά τα μάτια του Βασίλειου, είδε τη Χάρη Της, την Παναγιά να αλλάζει όψη, να γίνεται σαν τα αρχαία αγάλματα που παριστάναν τη Θεά Παρθένα. Άλλαξε και το πρόσωπο του Θείου Βρέφους. Κεφάλι Μέδουσας πρόβαλε στο στήθος Της απάνω.
Σταυροκοπήθηκε ξανά. Τα είδωλα λατρευότανε κάποτε σε τούτο το ναό που αλλαξοπίστησε. Τα είδωλα τον περιπαίζανε. Κοίταξε πάλι την Παναγιά, στο στήθος της το Θείο Βρέφος του χαμογελούσε. Την ψαλμωδία άκουγε τώρα. Με κατάνυξη άρχισε την προσευχή του(…)
Τρέμοντας τα χείλη του Βασιλείου άρχισαν τον Ακάθιστο Ύμνο και τον πήραν οι ψαλτάδες και ο γέροντας μητροπολίτης και οι στρατηγοί και οι λαϊκοί και ο ύμνος πέταξε ψηλα και τρόμαξε τα είδωλα, που πάψαν να ανασαίνουν, να ψιθυρίζουν, και το θυμίαμα και ο λιβανωτός γέμισαν με το θείο άρωμα τους το ναό που αλλαξοπίστησε και έγινε σπίτι της Παναγιάς, της άμωμης Παρθένας, της Υπέρμαχης Στρατήγισσας.
<<Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια>> ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου