Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Το όνομα Βυζάντιο και οι περιπέτειές του…








                                        Το όνομα Βυζάντιο και οι περιπέτειές του…

              Το πώς έγινε παγκοσμίως γνωστό το όνομα Βυζάντιο είναι λίγο πολύ γνωστό... Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, κάποιοι  Ευρωπαίοι μελετητές θεώρησαν άστοχο για μια αυτοκρατορία, που δεν είχε πρωτεύουσα τη Ρώμη, να ονομάζεται ρωμαϊκή και συνεπώς χρειαζόταν ένα όνομα. Τελικά οι ονοματοθέτες επέλεξαν τη λέξη Bυζάντιο και βυζαντινή αυτοκρατορία επηρεασμένοι από την ομώνυμη αρχαία πόλη του Βοσπόρου, η οποία επανιδρύθηκε το 323 ως Κωνσταντινούπολη. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι η αυτοκρατορία δεν είχε άμεσο διάδοχο, ως ένα σημείο, στη σύγχρονή εποχή και στο ότι θάφτηκε από την οθωμανική κατάκτηση.
              Τελικά το όνομα <<Βυζάντιο>> το αποδέχτηκαν και οι Έλληνες,ενώ υπήρχε και η  επιλογή  <<Ρωμανία - Ρωμιός και Ρωμιοσύνη>> που είχε περάσει πολύ έντονα στη συνείδηση του λαού. Το ίδιο το πανεπιστήμιο της Αθήνας ίδρυσε σχετική έδρα με το όνομα <<Βυζάντιο>> ακολουθώντας το παράδειγμα του πανεπιστημίου της Σορβόννης. Έτσι, παγκόσμια, η  μεσαιωνική ελληνική αυτοκρατορία ονομάστηκε με  αυτόν τον αδόκιμο όρο, αποτελώντας μοναδική πρωτοτυπία διότι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας δεν προσδιορίζονταν με αυτό το  όνομα αλλά ως Ρωμαίοι. Η λέξη <<Βυζαντινός>> την εποχή εκείνη χρησιμοποιείται μόνο για να δηλώσει τον κάτοικο της Πόλης, όπως διαβάζουμε στα κείμενα του Μιχαήλ Ψελλού και του Μιχαήλ Χωνιάτη.
              Είναι γνωστό ότι η χρήση του ονόματος  << Έλληνας>> στα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας, προσδιόριζε τον οπαδό της αρχαίας θρησκείας που αποτελούσε αντίπαλο και κίνδυνο για το  χριστιανισμό. Όπως γνωστό είναι επίσης  ότι το ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας βαθμιαία εξελληνίζεται, διαδικασία που ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι ξεκινάει από το χωρισμό του σε ανατολικό και δυτικό, άλλοι από την εποχή του Ηράκλειου και ορισμένοι από τις μεταρρυθμίσεις του Λέοντα Γ’. Το σίγουρο είναι ότι η αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης δημιουργείται και συγκροτείται από τον ελληνισμό που έχει ασπαστεί τον χριστιανισμό και ακμάζει στην Ασία. Είναι ο ελληνισμός που διαδόθηκε και εδραιώθηκε στην Ανατολή κατά τα ελληνιστικά χρόνια, ο οποίος με τη σειρά του προέκυψε από την αρχαία Ελλάδα.
            Η επανεμφάνιση του ονόματος Έλλην με την εθνική του σημασία θα γίνει προοδευτικά όταν πια ο χριστιανισμός θα επικρατήσει.
             Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει («Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν») ότι οι Μανιάτες ως τώρα από τους ντοπιους ονομάζονται Έλληνες, διότι παλαιότερα ήταν ειδωλολάτρες κατά το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων.
             Η Άννα Κομνηνή γράφει («Αλεξιάδα»), αναφερόμενη στο εκπαιδευτήριο ορφανών που είχε ιδρύσει ο πατέρας της:
              «Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα.».  «Ρωμαίοι» είναι εδώ οι επίσημοι Βυζαντινοί, διοικητικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί κ.ο.κ. «Αγράμματοι Έλληνες» που μαθαίνουν να «ελληνίζουν ορθώς», τα μεγάλα πλήθη του λαού. (Λατίνοι οι δυτικοί και Σκύθες οι Σλάβοι.) Οι Βυζαντινοί δηλ. είναι πάντοτε Ρωμαίοι ως προς την κρατική τους υπόσταση, ως προς την εθνική τους υπόσταση πλέον όμως Έλληνες. Η ίδια νιώθει υπερήφανη («Αλεξιάς») ότι είχε σπουδάσει «ες άκρον το ελληνίζειν».
              Η ελληνική κλασσική παιδεία προωθείται έντονα ήδη από τον 9ο αι., με την επανίδρυση του Πανδιδακτηρίου στα ανάκτορα της Μαγναύρας. Ο Φώτιος διαπιστώνει τη δημοφιλία των ελληνικών γραμμάτων: «προς τα ελληνικά φιλοτιμότερον διέκειτο ή προς τα εκκλησιαστικά». Τον 11ο αι. ο Μιχαήλ Ψελλός τονίζει τo πλεονέκτημα  του  Ρωμανού Γ' που ήταν αναθρεμμένος «λόγοις ελληνικοίς» και το μειονέκτημα του Μιχαήλ Δ'  διότι ήταν εντελώς άμοιρος «παιδείας ελληνικής».
            Τον 14ο αι. ο Νικόλαος Καβάσιλας αποκαλεί Έλληνες τους λογίους της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελεί  «οίκο του ελληνισμού», διάδοχο της Αθήνας.

                                                     το καθοριστικό γεγονός...
   
             Το κομβικό και καθοριστικό σημείο για τη συγκρότηση του εθνικού φρονήματος των Βυζαντινών είναι η Τέταρτη Σταυροφορία και η  άλωση του 1204. Από τότε είναι σίγουρο ότι η λέξη <<Έλλην>>, δεν αναφέρεται πια στον ειδωλολάτρη ούτε στον αρχαιομαθή, αλλά τον κάτοικο της Μικράς Ασίας, της Πόλης και της κυρίως Ελλάδας. Η τραγική εμπειρία της άλωσης από τους ομόθρησκους θα αποτελέσει ένα σοκ για την βυζαντινή κοινωνία, το Γένος, που η Ορθοδοξία και η ελληνικότητα του  θα το διαχωρίζει από εδώ και πέρα από τους Δυτικούς.
             Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους (1204), οι Βυζαντινοί λόγιοι τονίζουν περισσότερο τον ελληνικό χαρακτήρα. Ο Νικήτας Χωνιάτης επιμένει στην ονομασία «Έλληνες» («Τα μετά την άλωσιν συμβάντα τη πόλει»). Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης αποκαλεί Έλληνες τους Βυζαντινούς βασιλείς. Ο Θεόδωρος Αλανίας γράφει στον αδελφό του ότι «εάλω μεν η πατρίς, αλλ' ανδρί σοφώ πας τόπος Ελλάς».
             Ο αυτοκράτωρ της Νικαίας Ιωάννης Δούκας Βατάτζης γράφει προς τον πάπα Γρηγόριο Θ' για τη  σοφία η οποία «εν τω γένει των Ελλήνων ημών βασιλεύει». Υποστηρίζει ότι η μεταφορά της κληρονομιάς του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι εθνική «εις το ημέτερον γένος» (και δεν ανήκει επομένως στον Λατίνο, πλέον, αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως).
                Ο γιος  του Βατάτζη Θεόδωρος Β' Λάσκαρις προβάλλει το όνομα των Ελλήνων με πραγματικό εθνικό ζήλο: Δεν τονίζει απλώς ότι «απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος», αλλά και ότι «Πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα... Συ δε, ω Ιταλέ, τίνος ένεκεν εγκαυχά;».
               Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων τονίζει προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο ότι οι άνθρωποι των οποίων ηγείται είναι «Έλληνες το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» και συμπυκνώνοντας καταλήγει :
<<Έλληνες γαρ το γένος εσμέν,ως η ημετέρα γλώσσα και παιδεία μαρτυρεί>>, ενώ ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης απαιτεί να αντικατασταθεί πλήρως η ρωμαϊκή με την ελληνική εθνική ονομασία.
            Σε πολλούς συγγραφείς γίνεται πάντοτε, όπως είδαμε και στην Κομνηνή, η διάκριση ονομάτων: Έλληνες για τον λαό και Ρωμαίοι για τον στρατό και την διοίκηση.
             Αλλά και στους μουσουλμάνους, όπως για παράδειγμα το σουλτάνο της Αιγύπτου Νασίρ Νασρεδδίν Μωχάμαδ, στην επιστολη του προς τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, σχετικά με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αναφέρεται: «σπάθην της βασιλείας των Μακεδόνων... ανδρειότητα της βασιλείας των Ελλήνων.., κληρονόμον της βασιλείας των Ρωμαίων».
              O τελευταίος και ηρωικός αυτοκράτορας  Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σε ομιλία του προς τον στρατό (Γεωργίου Φραντζή, «Ιστορία») επικαλείται την Θεοτόκο ως «καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου