Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Ο θάνατος του Ρωμανού Διογένη

 
 
 
              Κατά την επιστροφή του μετά τη μάχη στο Μαντζικέρτ (1071), ο Ρωμανός Διογένης  δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Δοκίμασε να ανακαταλάβει το θρόνο του αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Αμάσειας από τον ιδιωτικό στρατό του Ιωάννη Δούκα και λίγους μήνες μετά παραδόθηκε στον Ανδρόνικο Δούκα. Συνελήφθη, τυφλώθηκε με βάναυσο τρόπο, εξορίστηκε στην Πρώτη της Προποντίδας και τελικά πέθανε λίγο αργότερα, στις 4 Αυγούστου του 1072.
             Ο Κώστας Κυριαζής στο βιβλίο του <<Ρωμανός Διογένης>>, περιγράφει τις τελευταίες δραματικές στιγμές του  ηρωικού αυτοκράτορα, που  υπήρξε γενναίος και έντιμος αλλά προδόθηκε και υπονομεύτηκε εκ των έσω. Η τύχη του και μαζί η τύχη ολόκληρης της αυτοκρατορίας και του ελληνισμού θα ήταν διαφορετική, αν ήταν περισσότερο καχύποπτος και δεν εμπιστευόταν λάθος ανθρώπους…
       

            (…) Ο Ρωμανός δεν της μίλησε, μόνο της έσφιξε λίγο το χέρι. Τα εγκόσμια πια δεν τον απασχολούσαν. Την πίστη του που είχε χάσει, την είχε ξαναβρεί. Η τύφλωση, οι σωματικοί πόνοι, του είχαν ρίξει κάποιο άλλο φως μες στη ψυχή του. Τούτη τη στιγμή δε σκεφτόταν τους εχθρούς, αν κάποιο θαύμα του έδινε πίσω το φως του, αν του έλεγαν πως μπορούσε πάλι να βρεθεί πρώτος μέσα στη χριστιανοσύνη, δε θα γύρευε να εκδικηθεί. Μικρό, ταπεινό αίσθημα η εκδίκηση, κατάλληλο για κείνους που δεν έχουν ψυχή αντρίκεια μέσα τους, καθόλου δεν του πήγαινε.
              Η πίστη του ήταν άλλη τώρα. Είχε κάνει ακέραιο το καθήκον του, είχε αποφύγει την πολλή άσκοπη αιματοχυσία, είχε ακόμα κάνει το ακατόρθωτο για τους πολλούς, να συγχωρήσει όλους αυτούς που τον είχανε βλάψει. Πέθαινε, το ήξερε και ήξερε πως τούτος ο θάνατος δεν ήταν φυσικός. Ζωή χωρίς σκοπό ανθρώπινο όμως, δεν την ήθελε και η πίστη που είχε τώρα, πίστη στο Δημιουργό του, δε μπορούσε να τον κρατρήσει ανάμεσα στους ζωντανούς. Το μόνο που ευχόταν τώρα ήταν να πεθάνει ειρηνημένος με το Θεό, με το Χριστό, που προσκυνούσε. Ούτε τα λόγια του φιλοσόφου (εννοεί την επιστολή που του έστειλε ο Μιχαήλ Ψελλός ),  λόγια υποκριτικά, δεν τον επηρέασαν.
              Ο ηγούμενος ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του. Δεν ήταν για κανέναν μυστικό ότι ο φιλόσοφος ( Ψελλός) είχε κάνει ό,τι μπορούσε να περάσει από το χέρι του, για να καταστρέψει το Ρωμανό. Τα λόγια λοιπόν ήταν υποκριτικά, έτσι τα έκρινε αυτός, έτσι τα έκρινε κι η όμορφη αυτή γυναίκα (εννοεί τη Θεοδώρα, νεανικό έρωτα του Ρωμανού) που παραστεκότανε το δυστυχισμένο άνθρωπο, που πέντε μέρες τώρα που ήταν κοντά τους δεν είχε ανοίξει ούτε μια φορά το στόμα του για να παραπονεθεί. Τόσο υποκριτικά ήταν τα λόγια του Ψελλού, που πρώτος θα πρεπε να αγανακτήσει ο Ρωμανός, πρώτος να ξεσπάσει.
             Τον κοίταξε. Γαλήνιο φάνταζε το χλωμό, παραμορφωμένο πρόσωπό του. Η ανάσα του ήταν βαριά, με κόπο ανεβοκατέβαινε το στήθος του. <<  Πόσο θα ζήσει ακόμα;>>, σκέφτηκε ο ηγούμενος.
             -Συνέχισε πάτερ, ψιθύρισαν τα χείλη του Ρωμανού (εννοεί την ανάγνωση της επιστολής που είχε στείλει ο Μιχαήλ Ψελλός)
            << Όμως>>, ξανάρχισε το διάβασμα ο ηγούμενος, << πριν απ΄όλα και πάνω απ΄ όλα, στο Θεό σ΄το ορκίζομαι, ότι είναι αθώα η ψυχή του βασιλιά και είναι αναίτιος για όλα όσα σου έχουνε συμβεί. Και όταν πρόσταξε να μη σου γίνει καμιά κάκωση, τότε ακριβώς έγιναν, όλα όσα έγιναν. Πόνεσε  η ψυχή του, όταν το άκουσε, στέναξε, έκλαψε, πολλές φορές είπε πως θέλει να πεθάνει, να χαθεί από τη γης. Μην πιστέψεις πως ψέματα σου γράφω, ούτε πως το κάνω για να σε ικανοποιήσω. Έχεις δεσπότη εκείνον που έπρεπε να έχεις, έχεις εκείνον που θέλει να σε τιμήσει και να σε παρηγορήσει. Κι εγώ ήθελα με το αίμα μου ή με τα δάκρυά μου να σου γράψω τούτη τη γραφή. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο, την έγραψα στενάζοντας και βογκώντας που, ενώ ήθελα να σε φυλάω από κάθε κακό, προβλέποντας και σπεύδοντας, δεν μπόρεσα να σε γλιτώσω από τη συμφορά που έπεσε πάνω σου>>.
                                                                                                            Μιχαήλ Ψελλός
           
           Διάβασε και την υπογραφή ο ηγούμενος και σώπασε. Η Θεοδώρα ήταν κόκκινη από θυμό και αγανάκτηση. Ο ίδιος ο ηγούμενος ένιωθε άσχημα γιατί ούτε σε κείνον δε φάνηκαν πειστικά τα λόγια του φιλόσοφου. Μέσα στη σιωπή που ακολούθησε, τα βλέμματα και των δυο καρφώθηκαν πάνω στο πρησμένο πρόσωπο του Ρωμανού. Εκείνος έπρεπε, να κρίνει, εκείνος έπρεπε να μιλήσει. Με τη σβησμένη του φωνή είπε:
           -Τον πιστεύω, ούτε εκείνος ούτε ο Μιχαήλ (ο βασιλέας) θα μπορούσαν να σκεφτούν την τύφλωσή μου.
             Ο ηγούμενος αργά σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και ψιθύρισε μέσα από τα χείλη του:
             -Θεέ μου, ανάπαυσε το τέκνον σου αυτό και παρ΄το μια ώρα αρχύτερα στην αγκαλιά σου. Σαν αυτοκράτορα εγώ δεν μπορώ να τον κρίνω, όμως σαν άνθρωπο, σα χριστιανό, τελειότερο δεν είδα ως τώρα στη ζωή μου. Χάρισέ του Κύριε τη γαλήνη και κατέταξέ τον μέσα στους μάρτυρες και τους αγίους, γιατί πολύ εδοκιμάστηκε στη ζωή του, χωρίς ποτέ να λυγίσει.
         Ύστερα, ενώ η Θεοδώρα θωρούσε με λατρεία και θαυμασμό το λείψανο, πες, αυτού του ανθρώπου που ήταν κάποτε ισόθεος αυτοκράτορας, ο ηγούμενος  ένωσε τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού και τον ευλόγησε και με δυσκολία κρατήθηκε να μη γονατίσει και να τον προσκυνήσει σα Θεό.
    
               από το βιβλίο του Κώστα Κυριαζή          <<Ρωμανός ο Δ΄, ο Διογένης>>                      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου