Το μαφόριο της Θεοτόκου αποτελούσε το ιερότερο θεομητορικό λείψανο το οποίο βρισκόταν στην Πόλη και τη μοναδική <<απτή>> παρουσία της στη Βασιλεύουσα. Το ένδυμα είχε βρεθεί στην Παλαιστίνη από δύο αυλικούς αξιωματούχους, οι οποίοι το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου με ανάλογη τιμή το υποδέχτηκε ο αυτοκράτορας Λέων ο Α΄ (457-474). Το κειμήλιο τοποθετήθηκε σε ειδική λειψανοθήκη, την αγία σορό, η οποία με τη σειρά της αποτέθηκε σε παρεκκλήσι, στις Βλαχέρνες. Εκεί λίγο νωρίτερα, είχε ιδρυθεί από την αυτοκράτειρα Βερίνα, ναός αφιερωμένος στη Θεοτόκο, που ανάδείκνυε τη λειτουργία αγιάσματος στο οποίο κατέφευγαν οι πιστοί για να θεραπευτούν. Στα τέλη του 5ου αιώνα οι Βλαχέρνες είχαν ήδη αποκτήσει προσκυνηματικό χαρακτήρα, που αργότερα θα συνδυαστεί με εβδομαδιαίες λιτανείες και αγρυπνίες. Μια από τις θεομητορικές εικόνες θα ηγείται των αυτοκρατορικών εκστρατειών και η εκκλησία θα καταστεί το σημαντικότερο αυτοκρατορικό προσκύνημα στην Πόλη.
Μια δεύτερη εκκλησία της Θεοτόκου που ιδρύθηκε πάλι από τη Βερίνα στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα θα στεγάσει κι αυτή ένα λείψανο της Θεοτόκου. Πρόκειται για τα Χαλκοπρατεία (περιοχή με εργαστήρια σιδηρουργικής) που βρίσκονταν στο κέντρο της Πόλης και αποτελούσαν συνήθη σταθμό στις διαδρομές του αυτοκράτορα μέσα στην πόλη. Στην εκκλησία αυτή παραδόσεις που χρονολογούνται από το 8ο αιώνα τοποθετούν την << αγία σορό>> που περιείχε τη ζώνη της Θεοτόκου, ένα κειμήλιο για την προέλευση του οποίου τίποτε δεν είναι γνωστό. Ο ναός των Χαλκοπρατείων στέγαζε κι ένα δεύτερο κειμήλιο, την εικόνα της Θεοτόκου που επέστρεψε από τη Ρώμη στην Πόλη με θαυματουργό τρόπο, μετά τη λήξη της εικονομαχίας και την αποκατάσταση των εικόνων.
Στην περιοχή ανάμεσα στην Αγία Σοφία και στη θάλασσα, κοντά στο αυτοκρατορικό παλάτι τοποθετείται η εκκλησία της Θεοτόκου των Οδηγών, χτισμένη στα τέλη του 8ου αιώνα, και συνδέεται με την ύπαρξη ιαματικού αγιάσματος. Κείμενα του 14ου αιώνα αναφέρουν την ύπαρξη σειράς κειμηλίων, όπως την άτρακτο με την οποία έγνεθε το κόκκινο μαλλί η Παναγιά κατά τον Ευαγγελισμό ή σταγόνες από το γάλο του θηλασμού του Ιησού. Όμως το πιο σημαντικό κειμήλιο του ναού ήταν η εικόνα της Παναγιάς της Οδηγήτριας που κάθε Τρίτη περιερχόταν τους δρόμους της Θεοφύλαχτης στηριγμένη στους ώμους των θεραπόντων της.
Η τέταρτη από τις πιο σημαντικές θεομητορικές εκκλησίες ήταν η Παναγία των Πηγής, που είχε ιδρυθεί κατά τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό. Και αυτή η εκκλησία στέγαζε αγιάσμα. Βρισκόταν στο νοτιοδυτικό άκρο των χερσαίων τειχών της Πολης και αποτελούσε μαζί με την Παναγία των Βλαχερνών (βορειοανατολικό άκρο) μια νοητή ζώνη προστασίας της Κωνσταντινούπολη από την Παναγία.
Από τα ιερά κειμήλια της Παναγιάς δε σώθηκαν βέβαια ούτε το μαφόριο ούτε η ζώνη της Θεοτόκου και η εικόνα των Οδηγών η οποία καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την άλωση. Τα χαλκοπρατεία και οι Οδηγοί δεν υπάρχουν ούτε ως αρχαιολογικοί χώροι, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από τους Θεομητορικούς ναούς.
Ωστόσο η Παναγιά είναι παρούσα στην Πόλη της παρά την αλλαγή των καιρών: στη Παναγία των Βλαχερνών και στη Θεοτόκο της Πηγής για να επιβεβαιωθεί έτσι και ο Προκόπιος που είχε γράψει για <<τα ακαταγώνιστα φυλακτήρια της Πόλης>>.
Μια δεύτερη εκκλησία της Θεοτόκου που ιδρύθηκε πάλι από τη Βερίνα στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα θα στεγάσει κι αυτή ένα λείψανο της Θεοτόκου. Πρόκειται για τα Χαλκοπρατεία (περιοχή με εργαστήρια σιδηρουργικής) που βρίσκονταν στο κέντρο της Πόλης και αποτελούσαν συνήθη σταθμό στις διαδρομές του αυτοκράτορα μέσα στην πόλη. Στην εκκλησία αυτή παραδόσεις που χρονολογούνται από το 8ο αιώνα τοποθετούν την << αγία σορό>> που περιείχε τη ζώνη της Θεοτόκου, ένα κειμήλιο για την προέλευση του οποίου τίποτε δεν είναι γνωστό. Ο ναός των Χαλκοπρατείων στέγαζε κι ένα δεύτερο κειμήλιο, την εικόνα της Θεοτόκου που επέστρεψε από τη Ρώμη στην Πόλη με θαυματουργό τρόπο, μετά τη λήξη της εικονομαχίας και την αποκατάσταση των εικόνων.
Στην περιοχή ανάμεσα στην Αγία Σοφία και στη θάλασσα, κοντά στο αυτοκρατορικό παλάτι τοποθετείται η εκκλησία της Θεοτόκου των Οδηγών, χτισμένη στα τέλη του 8ου αιώνα, και συνδέεται με την ύπαρξη ιαματικού αγιάσματος. Κείμενα του 14ου αιώνα αναφέρουν την ύπαρξη σειράς κειμηλίων, όπως την άτρακτο με την οποία έγνεθε το κόκκινο μαλλί η Παναγιά κατά τον Ευαγγελισμό ή σταγόνες από το γάλο του θηλασμού του Ιησού. Όμως το πιο σημαντικό κειμήλιο του ναού ήταν η εικόνα της Παναγιάς της Οδηγήτριας που κάθε Τρίτη περιερχόταν τους δρόμους της Θεοφύλαχτης στηριγμένη στους ώμους των θεραπόντων της.
Η τέταρτη από τις πιο σημαντικές θεομητορικές εκκλησίες ήταν η Παναγία των Πηγής, που είχε ιδρυθεί κατά τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό. Και αυτή η εκκλησία στέγαζε αγιάσμα. Βρισκόταν στο νοτιοδυτικό άκρο των χερσαίων τειχών της Πολης και αποτελούσε μαζί με την Παναγία των Βλαχερνών (βορειοανατολικό άκρο) μια νοητή ζώνη προστασίας της Κωνσταντινούπολη από την Παναγία.
Από τα ιερά κειμήλια της Παναγιάς δε σώθηκαν βέβαια ούτε το μαφόριο ούτε η ζώνη της Θεοτόκου και η εικόνα των Οδηγών η οποία καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την άλωση. Τα χαλκοπρατεία και οι Οδηγοί δεν υπάρχουν ούτε ως αρχαιολογικοί χώροι, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από τους Θεομητορικούς ναούς.
Ωστόσο η Παναγιά είναι παρούσα στην Πόλη της παρά την αλλαγή των καιρών: στη Παναγία των Βλαχερνών και στη Θεοτόκο της Πηγής για να επιβεβαιωθεί έτσι και ο Προκόπιος που είχε γράψει για <<τα ακαταγώνιστα φυλακτήρια της Πόλης>>.
φοβερό το ιστολόγιό σας αν θέλετε διαβάστε & το δικό μου http://idiateram.blogspot.gr/
ΑπάντησηΔιαγραφή