«Πίστη!…Τι είναι πίστη;
Είναι εκείνο που σε κάνει να ξεχωρίζεις από τους πολλούς.
Είναι εκείνο που δεν σε αφήνει να ησυχάσεις,
εκείνο που σου κλείνει τα αυτιά στο τραγούδι των σειρήνων που σε καλούν να υποταχθείς,
να βαδίσεις σύμφωνα με τους πολλούς,
να συγκατανεύσεις σε όσα δεν θεωρείς δίκαια και σωστά,
να ακολουθήσεις τη φορά του ανέμου»
Κώστας Κυριαζής, «Ρωμανός Δ΄ Διογένης»
Η αποτυχία του Ρωμανού να πατάξει αποφασιστικά τους Σελτζούκους έδωσε την ευκαιρία στον Ψελλό και στην οικογένεια των Δουκών να αρχίσει να συνωμοτεί ανοικτά εναντίον του. O Ρωμανός φλεγόταν από την επιθυμία να καταφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα στον εχθρό, ισχυροποιώντας έτσι τη θέση του στο θρόνο.
Της νέας επιχείρησης θα ηγούνταν ο ίδιος προσωπικά και στόχος του θα ήταν και πάλι η ανακατάληψη της πόλης του Χλίατ, η οποία βρισκόταν πάνω στους κυριότερους άξονες εισβολής που περνούσαν από την Αρμενία. Η αφορμή που δόθηκε ήταν η κατάληψη του βυζαντινού φρουρίου Μαντζικέρτ (σημ. Malazgirt, Τουρκία) από τους Σελτζούκους προς το τέλος του 1070. Οι σύμβουλοι του Ρωμανού υποστήριζαν ότι εάν το Χλίατ και τα γύρω οχυρά (συμπεριλαμβανομένου και του Μαντζικέρτ) ανακαταλαμβάνονταν και δέχονταν φρουρά το ταχύτερο δυνατόν, οι σελτζουκικές επιδρομές στη Μικρά Ασία θα εξουδετερώνονταν πριν ακόμη ξεκινήσουν.
Η δυσκολία της επιχείρησης ήταν δεδομένη, γι΄αυτό πριν ξεκινήσει αποφάσισε να στείλει πρεσβευτές για έναρξη διαπραγματεύσεων. Βασικός στόχος του ήταν η διατήρηση της Αρμενίας, αλλά και η στροφή του ενδιαφέροντος των αντιπάλων του ξανά προς την Αίγυπτο και τους Μαμελούκους. Για αυτό πρότεινε στον Αλπ Αρσλάν ειρήνη με δέλεαρ την επιστροφή της Ιεράπολης , ενώ η μη αποδοχή της πρότασης θα ισοδυναμούσε με πόλεμο. Ο σουλτάνος που βρισκόταν στο Χαλέπι για την πολιορκία της πόλης, ουσιαστικά δεν απάντησε περιμένοντας να δει τις κινήσεις των Βυζαντινών.
Η δυσκολία της επιχείρησης ήταν δεδομένη, γι΄αυτό πριν ξεκινήσει αποφάσισε να στείλει πρεσβευτές για έναρξη διαπραγματεύσεων. Βασικός στόχος του ήταν η διατήρηση της Αρμενίας, αλλά και η στροφή του ενδιαφέροντος των αντιπάλων του ξανά προς την Αίγυπτο και τους Μαμελούκους. Για αυτό πρότεινε στον Αλπ Αρσλάν ειρήνη με δέλεαρ την επιστροφή της Ιεράπολης , ενώ η μη αποδοχή της πρότασης θα ισοδυναμούσε με πόλεμο. Ο σουλτάνος που βρισκόταν στο Χαλέπι για την πολιορκία της πόλης, ουσιαστικά δεν απάντησε περιμένοντας να δει τις κινήσεις των Βυζαντινών.
Στις 13 Μαρτίου 1071 (Κυριακή της Ορθοδοξίας) ο βασιλικός δρόμωνας με τα αυτοκρατορικά εμβλήματα απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη,για να περάσει στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, όπου θα συγκεντρωνόταν όλο το στράτευμα. Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε το μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος, αλλά είναι βέβαιο ότι το μεγαλύτερο μέρος του αποτελούνταν από βυζαντινά στρατεύματα, αν και υπήρχαν πολυάριθμα τμήματα επανδρωμένα με ξένους μισθοφόρους ή συμμάχους: Πετσενέγους, Κουμάνους, Ούζους, Φράγκους, Βαράγγους και Αρμενίους. Με τους τελευταίους υπήρχε μία μόνιμη αντιπαλότητα εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων ( μονοφυσίτες).
Ο όγκος και η εμφάνιση του στρατεύματος μπορεί να ήταν εντυπωσιακός όμως το ηθικό του ήταν χαμηλό, η συνοχή του ελλιπής. Το φάντασμα της ηττοπάθειας η οποία είχε μολύνει από καιρό ένα στράτευμα ανεκπαίδευτο, απόλεμο και παραμελημένο από την πολιτική ηγεσία για τόσο μεγάλο διάστημα, εξακολουθούσε να πλανιέται γύρω από όλους. Ο Ρωμανός τα γνώριζε αυτά, τα είχε βιώσει και στις προηγούμενες εκστρατείες . Και επιπλέον, γνώριζε καλά ότι η μαχητικότητα των ανδρών ενός στρατεύματος εξαρτάτο από την μαχητικότητα και την νομιμοφροσύνη των αξιωματικών του. Συχνά στο επιτελείο του επικρατούσε ασυνεννοησία εξαιτίας της ζηλοφθονίας ορισμένων αξιωματικών προς το πρόσωπο του Ρωμανού αλλά και του ενός στρατηγού προς τον άλλον.
Ο διοικητής των Νορμανδών μισθοφόρων, ο στρατηγός Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ (Ursel de Balleul), ήταν γενναίος και αποτελεσματικός στη μάχη, αλλά αναξιόπιστος κι αυτός, όπως όλοι οι Φράγκοι. Ο Μάγιστρος Ιωσήφ Ταρχανιώτης ήταν εξίσου εμπειροπόλεμος, αλλά μέσα σε ένα κλίμα ρευστής πολιτικής κατάστασης ήταν έτοιμος να συμμαχήσει με τον οποιοδήποτε του έταζε αξιώματα. Οι αξιωματικοί στους οποίους βάσιζε κυρίως τις ελπίδες του ήταν τρεις παλαίμαχοι στρατηγοί οι οποίοι είχαν παραμείνει πάντοτε πιστοί στο πρόσωπο και το όραμά του: ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος και ο Καππαδόκης στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης. Αυτοί, επικεφαλής των εμπειροτέρων ανδρών από τα Θέματα της Αυτοκρατορίας, θα αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης στο πεδίο της μάχης.
Από την έναρξη της εκστρατείας όμως, συνέβαιναν μόνο άσχημα προμηνύματα και ανεξήγητα περιστατικά τα οποία διέβρωναν περισσότερο το εύθραυστο ηθικό των ανδρών: εκείνο το μαύρο περιστέρι που είχε καθίσει στο χέρι του αυτοκράτορα την ώρα που τα πλοία αναχωρούσαν από την Βασιλεύουσα, η ξαφνική κατάρρευση της βασιλικής σκηνής στον πρώτο σταθμό του στρατεύματος και η ανεξήγητη πυρκαγιά στις βασιλικές σκηνές που είχε καταστρέψει τις πολυτιμότερες αποσκευές του. Ακούστηκαν ψίθυροι για δολιοφθορά, αλλά δεν αποδείχθηκε τίποτα. Όλα αυτά έκαναν τον Ρωμανό ευέξαπτο, και νευρικό. Ένιωθε παντού τριγύρω του το φάντασμα της προδοσίας να τον κυκλώνει. Προσπαθώντας να διατηρήσει την πειθαρχία του στρατεύματος, μερικές φορές κατέφευγε σε αυστηρότερες ποινές από ότι θα απαιτούσε η περίσταση. Μετά την καχυποψία που του είχαν ενσπείρει όλα αυτά τα περιστατικά, στον επόμενο σταθμό ο Ρωμανός προτίμησε να στήσει τις σκηνές του αρκετά μακρύτερα από εκείνες του υπόλοιπου στρατεύματος, περνώντας τις περισσότερες ώρες της ημέρας μόνος. Το γεγονός αυτό επηρέασε το ηθικό των ανδρών οι οποίοι σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο Αυτοκράτορας δεν τους συμπαραστεκόταν. Μέχρι τη στιγμή που το στράτευμα έφτασε στην Αρμενία, η κατάσταση δεν ήταν απλά ηλεκτρισμένη, αλλά εκρηκτική. Και η πικρή αλήθεια ήταν ότι, ξεκινώντας την εκστρατεία, ο Ρωμανός είχε αφήσει ακάλυπτα τα νώτα του – τόσο σε πολιτικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Στη Βασιλεύουσα όλοι τον επιβουλεύονταν και μηχανορραφούσαν, ο Ψελλός, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, ο συγκλητικός Νικηφόρος Παλαιολόγος. Ακόμη και η Ευδοκία, παρά τη θέρμη της στο συζυγικό κρεβάτι, θα του συμπαραστεκόταν μόνο όσο οι καταστάσεις ευνοούσαν την ίδια. Αναχωρώντας για την εκστρατεία, ο Ρωμανός δεν είχε λάβει ιδιαίτερα μέτρα εναντίον τους, με μόνη εξαίρεση την εξορία του Ιωάννη Δούκα στην Βιθυνία και την «ομηρία» του μεγαλύτερου γιού του, του Ανδρόνικου Δούκα, τον οποίον κρατούσε δίπλα του στην εκστρατεία, ώστε να εξασφαλίσει την νομιμοφροσύνη του πατέρα του. Δεν δίστασε μάλιστα, να του αναθέσει και την διοίκηση της οπισθοφυλακής του στρατεύματος. Η οπισθοφυλακή αποτελείτο από εφεδρικά στρατεύματα, αμφιβόλου μαχητικής αξίας, όπως ακριβώς και ο διοικητής τους. O Ρωμανός πίστευε ότι ο πατέρας του, Ιωάννης Δούκας δε θα μηχανορραφούσε για την ήττα ενός στρατεύματος στο οποίο συμμετείχε και ο γιος του. Στην πραγματικότητα όμως είχε έναν προδότη πίσω του, πειθήνιο όργανο του δολοπλόκου Ψελλού.
Ο όγκος και η εμφάνιση του στρατεύματος μπορεί να ήταν εντυπωσιακός όμως το ηθικό του ήταν χαμηλό, η συνοχή του ελλιπής. Το φάντασμα της ηττοπάθειας η οποία είχε μολύνει από καιρό ένα στράτευμα ανεκπαίδευτο, απόλεμο και παραμελημένο από την πολιτική ηγεσία για τόσο μεγάλο διάστημα, εξακολουθούσε να πλανιέται γύρω από όλους. Ο Ρωμανός τα γνώριζε αυτά, τα είχε βιώσει και στις προηγούμενες εκστρατείες . Και επιπλέον, γνώριζε καλά ότι η μαχητικότητα των ανδρών ενός στρατεύματος εξαρτάτο από την μαχητικότητα και την νομιμοφροσύνη των αξιωματικών του. Συχνά στο επιτελείο του επικρατούσε ασυνεννοησία εξαιτίας της ζηλοφθονίας ορισμένων αξιωματικών προς το πρόσωπο του Ρωμανού αλλά και του ενός στρατηγού προς τον άλλον.
Ο διοικητής των Νορμανδών μισθοφόρων, ο στρατηγός Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ (Ursel de Balleul), ήταν γενναίος και αποτελεσματικός στη μάχη, αλλά αναξιόπιστος κι αυτός, όπως όλοι οι Φράγκοι. Ο Μάγιστρος Ιωσήφ Ταρχανιώτης ήταν εξίσου εμπειροπόλεμος, αλλά μέσα σε ένα κλίμα ρευστής πολιτικής κατάστασης ήταν έτοιμος να συμμαχήσει με τον οποιοδήποτε του έταζε αξιώματα. Οι αξιωματικοί στους οποίους βάσιζε κυρίως τις ελπίδες του ήταν τρεις παλαίμαχοι στρατηγοί οι οποίοι είχαν παραμείνει πάντοτε πιστοί στο πρόσωπο και το όραμά του: ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος και ο Καππαδόκης στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης. Αυτοί, επικεφαλής των εμπειροτέρων ανδρών από τα Θέματα της Αυτοκρατορίας, θα αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης στο πεδίο της μάχης.
Από την έναρξη της εκστρατείας όμως, συνέβαιναν μόνο άσχημα προμηνύματα και ανεξήγητα περιστατικά τα οποία διέβρωναν περισσότερο το εύθραυστο ηθικό των ανδρών: εκείνο το μαύρο περιστέρι που είχε καθίσει στο χέρι του αυτοκράτορα την ώρα που τα πλοία αναχωρούσαν από την Βασιλεύουσα, η ξαφνική κατάρρευση της βασιλικής σκηνής στον πρώτο σταθμό του στρατεύματος και η ανεξήγητη πυρκαγιά στις βασιλικές σκηνές που είχε καταστρέψει τις πολυτιμότερες αποσκευές του. Ακούστηκαν ψίθυροι για δολιοφθορά, αλλά δεν αποδείχθηκε τίποτα. Όλα αυτά έκαναν τον Ρωμανό ευέξαπτο, και νευρικό. Ένιωθε παντού τριγύρω του το φάντασμα της προδοσίας να τον κυκλώνει. Προσπαθώντας να διατηρήσει την πειθαρχία του στρατεύματος, μερικές φορές κατέφευγε σε αυστηρότερες ποινές από ότι θα απαιτούσε η περίσταση. Μετά την καχυποψία που του είχαν ενσπείρει όλα αυτά τα περιστατικά, στον επόμενο σταθμό ο Ρωμανός προτίμησε να στήσει τις σκηνές του αρκετά μακρύτερα από εκείνες του υπόλοιπου στρατεύματος, περνώντας τις περισσότερες ώρες της ημέρας μόνος. Το γεγονός αυτό επηρέασε το ηθικό των ανδρών οι οποίοι σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο Αυτοκράτορας δεν τους συμπαραστεκόταν. Μέχρι τη στιγμή που το στράτευμα έφτασε στην Αρμενία, η κατάσταση δεν ήταν απλά ηλεκτρισμένη, αλλά εκρηκτική. Και η πικρή αλήθεια ήταν ότι, ξεκινώντας την εκστρατεία, ο Ρωμανός είχε αφήσει ακάλυπτα τα νώτα του – τόσο σε πολιτικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Στη Βασιλεύουσα όλοι τον επιβουλεύονταν και μηχανορραφούσαν, ο Ψελλός, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, ο συγκλητικός Νικηφόρος Παλαιολόγος. Ακόμη και η Ευδοκία, παρά τη θέρμη της στο συζυγικό κρεβάτι, θα του συμπαραστεκόταν μόνο όσο οι καταστάσεις ευνοούσαν την ίδια. Αναχωρώντας για την εκστρατεία, ο Ρωμανός δεν είχε λάβει ιδιαίτερα μέτρα εναντίον τους, με μόνη εξαίρεση την εξορία του Ιωάννη Δούκα στην Βιθυνία και την «ομηρία» του μεγαλύτερου γιού του, του Ανδρόνικου Δούκα, τον οποίον κρατούσε δίπλα του στην εκστρατεία, ώστε να εξασφαλίσει την νομιμοφροσύνη του πατέρα του. Δεν δίστασε μάλιστα, να του αναθέσει και την διοίκηση της οπισθοφυλακής του στρατεύματος. Η οπισθοφυλακή αποτελείτο από εφεδρικά στρατεύματα, αμφιβόλου μαχητικής αξίας, όπως ακριβώς και ο διοικητής τους. O Ρωμανός πίστευε ότι ο πατέρας του, Ιωάννης Δούκας δε θα μηχανορραφούσε για την ήττα ενός στρατεύματος στο οποίο συμμετείχε και ο γιος του. Στην πραγματικότητα όμως είχε έναν προδότη πίσω του, πειθήνιο όργανο του δολοπλόκου Ψελλού.
Ο αυτοκράτορας υιοθέτησε ξανά τη στρατηγική την οποία είχε εφαρμόσει το 1069, θέτοντας στόχο την εξασφάλιση του ελέγχου του Μαντζικέρτ στη λίμνη Βαν. Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις βάδισαν μέσω της Βιθυνίας και της Φρυγίας, διέσχισαν τον ποταμό Άλυ και στρατοπέδευσαν στην περιοχή Κρύα Πηγή της Καππαδοκίας, όπου ο Ρωμανός κατέστειλε μια ανταρσία των Γερμανών μισθοφόρων του. Κατόπιν προχώρησε στη Σεβάστεια. Σε αντίθεση με το 1069, αυτή τη φορά δεν σχεδίαζε να προσεγγίσει τις αρμενικές επαρχίες από την πλευρά της Μελιτηνής, αλλά από τη Θεοδοσιούπολη (σημ. Erzurum), καθώς η οδός αυτή ήταν συντομότερη και πρόσφερε περισσότερα εφόδια για ένα πολυάριθμο στράτευμα.
Η άφιξη στη Θειδοσιούπολη στα τέλη του Ιούνη του 1071 σήμαινε την έναρξη των επιχειρήσεων. Οι πληροφορίες των αγγελιαφόρων ήθελαν τον Σουλτάνο να βρίσκεται στο Χαλέπι, κινούμενο όμως τώρα τάχιστα προς την Αρμενία επικεφαλής μίας δύναμης 10-15.000 ανδρών, για να αντιμετωπίσει την απροσδόκητη εισβολή. Στις άμεσες προθέσεις του θα ήταν να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο στρατό. Όσον αφορά τις κινήσεις του στη συνέχεια, οι Βυζαντινοί βασίστηκαν σε υποθέσεις, έχοντας δυστυχώς ένα κακό δίκτυο ανίχνευσης των κινήσεων του εχθρού.
Την στιγμή αυτή ο Ρωμανός θα διασπάσει, όπως συνήθιζε το στρατό, μια κίνηση που λόγω της προδοσίας, θα αποδειχτεί λανθασμένη. Ήθελε να ελέγξει και τα δυο στρατηγικά σημεία (Χλιάτ και Μαντζικέρτ) με αντίτιμο την ακύρωση του πλεονεκτήματος της αριθμητικής υπεροχής έναντι του Αλπ Αρσλάν. Πίστευε επισης ότι οι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμα μακριά και θα αργούσαν να συγκεντρώσουν στρατό. Ένα τμήμα του στρατού, εμπειροπόλεμο και αξιόμαχο, με επικεφαλής το μάγιστρο Ιωσήφ, μέλος της οικογενείας των Ταρχανειωτών, και τον Φράγκο μισθοφόρο Ρουσέλιο (Roussel ή Ursel de Bailleul), διατάχτηκε να κινηθεί προε το Χλίατ ενώ ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα προχώρησε στην άλωση του Μαντζικέρτ, αντικειμενικού σκοπού της εκστρατείας. Θεωρώντας ότι κατείχε πλέον το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι ενός ολιγάριθμου αντιπάλου ο οποίος απείχε ακόμη μακριά, στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της πόλης, αναμένοντας ειδήσεις από το απόσπασμα του Ταρχανιώτη.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο φρούρια ήταν 45χμ. και θεωρητικά ήταν εύκολο να ανακληθεί το απόσπασμα ανά πάσα στιγμή.Το τι ακριβώς έγινε στο Χλίατ όταν έφτασε εκεί ο Ταρχανιώτης παραμένει άγνωστο. Σύμφωνα με Ισλαμικές πηγές, ήδη είχαν φτάσει ενισχύσεις και οι Σελτζούκοι αιφνιδίασαν τους αντιπάλους που νόμιζαν ότι θα έρχονταν αντιμέτωποι μόνο με τους υπερασπιστές της πόλης. Στις ελληνικές πηγές απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά. Είναι αμφίβολο αν δόθηκε κάποια μάχη, μεγάλη ή μικρή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Μάγιστρος, μαζί με τον Ουρσέλ και όλους τους άνδρες τους, εγκατέλειψαν το Χλιάτ, χωρίς ποτέ να ειδοποιήσουν τον Ρωμανό για τις κινήσεις τους και χωρίς ποτέ να επανενωθούν με το κύριο σώμα του στρατού. Αντʼ αυτού, απομακρύνθηκαν το γρηγορότερο δυνατόν από το πεδίο της μάχης, για να εμφανισθούν πολύ αργότερα στην Μελιτηνή, 150 χιλιόμετρα στα νοτιοδυτικά. Οι πιθανότητες να αιφνιδιάστηκαν και να κατανικήθηκαν από τουρκικές δυνάμεις, είναι μηδαμινές, αν όχι μηδενικές. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως, θα μπορούσαν να αποστείλουν έναν αγγελιαφόρο στο Ματζικέρτ, για να ενημερώσει τον Ρωμανό για την κατάσταση.
Η άφιξη στη Θειδοσιούπολη στα τέλη του Ιούνη του 1071 σήμαινε την έναρξη των επιχειρήσεων. Οι πληροφορίες των αγγελιαφόρων ήθελαν τον Σουλτάνο να βρίσκεται στο Χαλέπι, κινούμενο όμως τώρα τάχιστα προς την Αρμενία επικεφαλής μίας δύναμης 10-15.000 ανδρών, για να αντιμετωπίσει την απροσδόκητη εισβολή. Στις άμεσες προθέσεις του θα ήταν να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο στρατό. Όσον αφορά τις κινήσεις του στη συνέχεια, οι Βυζαντινοί βασίστηκαν σε υποθέσεις, έχοντας δυστυχώς ένα κακό δίκτυο ανίχνευσης των κινήσεων του εχθρού.
Την στιγμή αυτή ο Ρωμανός θα διασπάσει, όπως συνήθιζε το στρατό, μια κίνηση που λόγω της προδοσίας, θα αποδειχτεί λανθασμένη. Ήθελε να ελέγξει και τα δυο στρατηγικά σημεία (Χλιάτ και Μαντζικέρτ) με αντίτιμο την ακύρωση του πλεονεκτήματος της αριθμητικής υπεροχής έναντι του Αλπ Αρσλάν. Πίστευε επισης ότι οι Τούρκοι βρίσκονταν ακόμα μακριά και θα αργούσαν να συγκεντρώσουν στρατό. Ένα τμήμα του στρατού, εμπειροπόλεμο και αξιόμαχο, με επικεφαλής το μάγιστρο Ιωσήφ, μέλος της οικογενείας των Ταρχανειωτών, και τον Φράγκο μισθοφόρο Ρουσέλιο (Roussel ή Ursel de Bailleul), διατάχτηκε να κινηθεί προε το Χλίατ ενώ ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα προχώρησε στην άλωση του Μαντζικέρτ, αντικειμενικού σκοπού της εκστρατείας. Θεωρώντας ότι κατείχε πλέον το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι ενός ολιγάριθμου αντιπάλου ο οποίος απείχε ακόμη μακριά, στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της πόλης, αναμένοντας ειδήσεις από το απόσπασμα του Ταρχανιώτη.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο φρούρια ήταν 45χμ. και θεωρητικά ήταν εύκολο να ανακληθεί το απόσπασμα ανά πάσα στιγμή.Το τι ακριβώς έγινε στο Χλίατ όταν έφτασε εκεί ο Ταρχανιώτης παραμένει άγνωστο. Σύμφωνα με Ισλαμικές πηγές, ήδη είχαν φτάσει ενισχύσεις και οι Σελτζούκοι αιφνιδίασαν τους αντιπάλους που νόμιζαν ότι θα έρχονταν αντιμέτωποι μόνο με τους υπερασπιστές της πόλης. Στις ελληνικές πηγές απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά. Είναι αμφίβολο αν δόθηκε κάποια μάχη, μεγάλη ή μικρή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Μάγιστρος, μαζί με τον Ουρσέλ και όλους τους άνδρες τους, εγκατέλειψαν το Χλιάτ, χωρίς ποτέ να ειδοποιήσουν τον Ρωμανό για τις κινήσεις τους και χωρίς ποτέ να επανενωθούν με το κύριο σώμα του στρατού. Αντʼ αυτού, απομακρύνθηκαν το γρηγορότερο δυνατόν από το πεδίο της μάχης, για να εμφανισθούν πολύ αργότερα στην Μελιτηνή, 150 χιλιόμετρα στα νοτιοδυτικά. Οι πιθανότητες να αιφνιδιάστηκαν και να κατανικήθηκαν από τουρκικές δυνάμεις, είναι μηδαμινές, αν όχι μηδενικές. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως, θα μπορούσαν να αποστείλουν έναν αγγελιαφόρο στο Ματζικέρτ, για να ενημερώσει τον Ρωμανό για την κατάσταση.
Ο Ταρχανιώτης ήταν ένας έμπειρος, γενναίος στρατηγός, επικεφαλής ενός ισχυρού αποσπάσματος, δύναμης ικανής να διεκπεραιώσει την αποστολη για την οποία στάλθηκε. Η εξαφάνισή του χωρίς κανένα ίχνος ενισχύει τις φήμες περί εσκεμμένης προδοσίας εκ μέρους του. Η θεωρία αυτή επιβεβαιώνεται ακλόνητα από την εξέλιξη των γεγονότων που θα επακολουθούσαν. Το γεγονός πάντως, ότι ένα σημαντικότατο μέρος της στρατιάς του Ρωμανού τον είχε εγκαταλείψει δύο ημέρες πριν τη μάχη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου