Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Τα τελευταία γεγονότα και η παράταξη λίγο πριν τη μάχη στο Μαντζικέρτ

          
 
 
 
 
            Η πρώτη φορά κατά την οποία ο Ρωμανός πληροφορήθηκε την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή, ήταν το πρωινό της 24ης Αυγούστου, όταν ένα αναγνωριστικό απόσπασμα δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση στα ανατολικά της λίμνης Βαν. Θεωρώντας ότι επρόκειτο απλώς για κάποιο μικρό σώμα επιδρομέων, απέστειλε μία μικρή δύναμη υπό την διοίκηση του Βρυέννιου να το εξουδετερώσει. Ο Βρυέννιος επέλεξε να εκτελέσει την αποστολή με υπερκερωτική κίνηση, ως επικεφαλής σε μικρό απόσπασμα.  Ήρθαν όμως αντιμέτωποι με τουρκικές ενέδρες και για αυτό έστειλε μήνυμα στον αυτοκράτορα για αποστολή ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις κατέφθασαν λίγο αργότερα με ένα ισχυρότερο απόσπασμα, κάτω από την διοίκηση του  Αρμένιου κατεπάνω, φίλου τού Ρωμανού, Νικηφόρου Βασιλάκιου. Τότε συνειδητοποιείται η πραγματικότητα: o στρατός των Σελτζούκων έχει συγκεντρωθεί με εντυπωσιακή ταχύτητα και βρίσκεται πολύ κοντά στην περιοχή.
            Μετά από μία συντονισμένη έφοδο των ελληνικών δυνάμεων και μία άγρια μάχη, οι δύο στρατηγοί κατάφεραν να απωθήσουν το σελτζουκικό ιππικό. Ο  Βασιλάκιος όμως, αποφασίζει να  καταδιώξει  ανελέητα τους Τούρκους ελαφρούς ιππείς οι οποίοι κατευθύνονται προς το στρατόπεδό τους. Η καταιγιστική καταδίωξη τον αποκόπτει από το σώμα του Βρυέννιου και ξαφνικά βλέπει τους Τούρκους να αναστρέφουν τα άλογά τους και να κατευθύνονται εναντίον του, εξαπολύοντας βροχή αλλεπάλληλων βελών. Πριν καν οι δυνάμεις του Βρυέννιου προλάβουν να επέμβουν, οι άνδρες του κυκλώνονται και πέφτουν μαχόμενοι μέχρις ενός, ενώ ο ίδιος ο συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Ο Βρυέννιος οδήγησε μία αποφασιστική αντεπίθεση για να διασπάσει τον κλοιό, αλλά μετά βίας διέφυγε τον θάνατο και ο ίδιος, επιστρέφοντας στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο τραυματισμένος στο στήθος από ξίφος και με δύο βέλη καρφωμένα στην πλάτη της πανοπλίας του.
          Είναι πραγματικά περίεργο πως ένας στρατιωτικός του επιπέδου του Νικηφόρου Βασιλάκιου ενέδωσε επιπόλαια σε προσποιητή υποχώρηση των αντιπάλων του και έπεσε σε ενέδρα.  Ο τρόπος που πολεμούσαν οι νομάδες ήταν γνωστός, ίσως να εξέλαβε τους εχθρούς ως μια μικρή αριθμητική ομάδα ή μικρή εμπροσθοφυλακή. Ίσως πάλι να παρασύρθηκε από την επιτακτική ανάγκη να σημειωθεί μια νίκη για να ενισχυθεί το ηθικό όλων…
            Η έλλειψη πληροφόρησης και το κακό δίκτυο ανίχνευσης είχε κοστίσει ακριβά. Ένας σημαντικός στρατηγός ήταν στα χέρια του εχθρού, κάτι που βάρυνε ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα στο στρατόπεδο των Βυζαντινών. Ακόμα χειρότερα, εκείνη την περίεργη νύχτα,  οι στρατιώτες μέσα στο στρατόπεδο δεν θα έκλειναν μάτι. Οι Σελτζούκοι, πιστοί στις παρενοχλητικές τακτικές τους, διενέργησαν μια αιφνιδιαστική επιδρομή εναντίον του στρατοπέδου, αλαλάζοντας και εκτοξεύοντας ένα ακατάπαυστο χαλάζι βελών κατά των αντιπάλων τους. Η αναταραχή που προκάλεσαν ήταν τέτοια ώστε πολύ πίστεψαν ότι οι πάσσαλοι του στρατοπέδου δεν θα άντεχαν τις επιθέσεις τους. Ο Ρωμανός αποφάσισε να διατάξει έξοδο του βαρέως πεζικού του, υποστηριζόμενο από μία ίλη Κουμάνων ελαφρών ιππέων. Η επίθεση τελικά αντιμετωπίστηκε, αλλά ο στόχος των Τούρκων να προκαλέσουν αναταραχή και σύγχυση είχε επιτευχθεί:ένα τμήμα των Κουμάνων μισθοφόρων αυτομόλησε προς τους ομόφυλούς τους, Σελτζούκους. Η λιποταξία αυτή, αν κα σχετικά μικρού αριθμού στρατιωτών, ήταν μια ακόμη αρνητική εξέλιξη.
          Πριν ακόμη την ημέρα της μεγάλης μάχης, ο Ρωμανός είχε χάσει τρεις από τους καλύτερους στρατηγούς του και πάνω από το ήμισυ του στρατεύματός του. Μετά από τις λιποταξίες, τις αποσκιρτήσεις και τις απώλειες, η δύναμή του είχε μειωθεί στους 25.000 άνδρες. Ήξερε πλέον  ότι απέναντι του είχε έναν αξιόμαχο και επικύνδυνο στρατό κι όμως η πίστη του για την νίκη ήταν ακόμα μεγάλη…
           Η άφιξη των πρεσβευτών του Σελτζούκου σουλτάνου είναι ένα ακόμα περιστατικό που περιέπλεξε την κατάσταση. Ο Ρωμανός κάλεσε αμέσως έκτακτο συμβούλιο των αξιωματικών του. Η κίνηση των Τούρκων φανέρωνε λογικά  την μειονεκτική θέση τους ή την προσπάθειά τους να κερδίσουν χρόνο. Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει από τη μεριά των βυζαντινών ότι η μάχη θα έπρεπε να δοθεί και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Μαζί με αυτή τη σκέψη που έκανε ο Ρωμανός, συλλογίστηκε πόσο εύκολα οι Τούρκοι παρέβαιναν  τις συνθήκες ειρήνης και πόσα επιχειρήματα θα έδινε στην παρέα του Ψελλού και του Δούκα να τον κατηγορήσουν για δειλία, αν δεχόταν να υπογράψει συνθήκη ειρήνης. Όλα, και πιο πολύ η φλογερή του επιθυμία, τρία χρόνια τώρα, να νικήσει, βάραιναν προς την τελική επιλογή της μάχης. Η απάντησή του προς την τουρκική πρεσβεία ήταν αρνητική και αλαζονική:
«Τους όρους μου θα τους θέσω όταν στήσω τα λάβαρά μου στη σκηνή του Σουλτάνου». Η μάχη επρόκειτο να δοθεί…
Η παράταξη
          Ο στρατός  παρατάχθηκε με το βασικό σχηματισμό με πρώτη και δεύτερη γραμμή μάχης σε ευθεία παράταξη, έκαστη με βάθος 3-4 ιππέων για το ιππικό και 8-10 ανδρών για το πεζικό, αντίστοιχα ως μέτωπο και συμπαγή οπισθοφυλακή, με δυο πτέρυγες εκατέρωθεν της πρώτης γραμμής. Στην πρώτη βρισκόταν παρατεταγμένη η κύρια δύναμη κρούσης, 20.000 ανδρών. Επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας ήταν ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ήδη τραυματισμένος από την συμπλοκή της προηγούμενης μέρας, με τα τάγματα των Σχολών της Δύσης: 6.000 Θράκες, Μακεδόνες και Θεσσαλοί λωρικάτοι (ιππείς). Στην δεξιά, ο πιστός συμπατριώτης του Ρωμανού, ο Καππαδόκης Θεόδωρος Αλυάτης, με άλλους 6.000 λωρικάτους από τα τάγματα της Μικράς Ασίας. Το κέντρο κρατούσε ο ίδιος ο Ρωμανός, πλαισιωμένος από 1.000 κατάφρακτους κλιβανοφόρους, 2.500 λωρικάτους του Αλάγιου (βασιλική φρουρά) και 500 Βαράγγους της σωματοφυλακής του. Στα άκρα των δύο πτερύγων της εμπροσθοφυλακής βρισκόταν ανεπτυγμένο το ελαφρύ ιππικό των Κουμάνων και Πετσενέγων μισθοφόρων, δύναμης 2.000 ιππέων ανά πτέρυγα.  Η αναζήτηση και η προσμονή της άφιξης των επίλεκτων μονάδων υπό τον Ταρχανιώτη με τους  Φράγκοι ιππότες είχε αποβεί μάταιη.
          Πεντακόσια μέτρα πίσω από την πρώτη γραμμή βρισκόταν η οπισθοφυλακή του Ανδρόνικου Δούκα, μία μίξη μισθοφορικού ιππικού και πεζικού, συνολικής δύναμης 5.000 ανδρών. Ρόλος της ήταν να υποστηρίξει την εμπροσθοφυλακή σε περίπτωση υποχώρησης, να κλείσει τυχόν κενά που θα δημιουργούνταν από εχθρική διάσπαση ή να αποκόψει εχθρικά τμήματα τα οποία θα επιχειρούσαν να την κυκλώσουν.
         Ο Ρωμανός γνώριζε τα εχθρικά του αισθήματα Δούκα και για αυτό δεν σκόπευε να εμπλέξει την εφεδρεία του στη μάχη, παρά μόνο αν τα πράγματα όδευαν προς το χειρότερο. Τοποθετώντας στα νώτα, πίστευε ότι αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, θα αναγκαζόταν να πολεμήσει, για να σώσει και τη δική του ζωή. Όλες του αυτές τις σκέψεις θα τις ανατρέψει το μακρύ χέρι της προδοσίας.
          Η στοίχιση του αυτοκράτορα στην πρώτη γραμμή καταδείκνυε την κρισιμότητα της κατάστασης αλλά και την πτώση του ηθικού των ανδρών. Ήταν όμως ριψοκίνδυνη και γιατί ο στρατός είχε ήδη τις απώλειες και επειδή θα βάδιζε εναντίον ενός εχθρού, του οποίου την ακριβή θέση και το μέγεθος αγνοούσε.
           Η τοποθεσία γύρω από το Μαντζικέρτ είναι άγονη και δεν παρέχει καμιά απολύτως φυσική κάλυψη. Η ευρύτερη περιοχή σε μια ακτίνα σχεδόν 15 χμ. πέρα από το Μαντζικέρτ και το στρατόπεδο είναι μια αραιής βλάστησης στέπα με πετρώδες υπέδαφος. Πλησιάζοντας προς το ηφαίστειο νοτιοανατολικά, η περιοχή γίνεται όλο και πιο ανηφορική. Μετά από κάποιο σημείο το ομαλό έδαφος διακόπτεται από αβαθείς χαράδρες και ξεροπόταμους.
          Σε ένα ύψωμα της άγριας αυτής έκτασης, νοτιοανατολικά του στρατοπέδου των Βυζαντινών είχαν παραταχτεί οι Σελτζούκοι ιππείς. Παρά την αρχική μειονεκτική του θέση, ο Αλπ Αρσλάν  είχε κάθε δικαίωμα να είναι ικανοποιημένος με ότι είχε επιτύχει: είχε συγκεντρώσει μία δύναμη 15.000 περίπου ανδρών, είχε κερδίσει τον αγώνα ταχύτητος προς το Ματζικέρτ και είχε στρατοπεδεύσει 15 χλμ μακριά από τον αντίπαλό του, κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Μία λεπτομέρεια που είχε διαφύγει του Έλληνα Αυτοκράτορα ήταν ότι ο Σουλτάνος δεν διέθετε πεζά τμήματα, μεταγωγικά ή πολιορκητικό εξοπλισμό που θα καθυστερούσαν την πορεία του, και κυρίως, αγνοούσε τις δυνατότητες μετακινήσεως των σκληροτράχηλων νομάδων ιππέων του. Διαθέτοντας μία φυσική αντίληψη των τακτικών σε εκείνα τα άγονα μέρη, όπου η απόκρυψη κινήσεων από τον εχθρό αποτελούσε πραγματική τέχνη, ο Αλπ Αρσλάν είχε δικαιολογήσει το όνομά του που στην γλώσσα του σήμαινε «Ρωμαλέος Λέων».
            Χαμηλώνοντας το βλέμμα του προς τις υπώρειες του λόφου που βρισκόταν, είδε το στράτευμά του να παρατάσσεται για μάχη. Ήταν περίπου 15.000 ελαφροί ιππείς, ανεπτυγμένοι σε τρεις διοικήσεις, σε σχήμα ημισελήνου ή ρόμβου. Επρόκειτο για πολλές μικρές μονάδες κρούσης με ακαθόριστο βάθος. Σκοπός τους ήταν να επιτίθενται συνεχώς και να υποχωρούν, εξαντλώντας τον εχθρό και ακυρώνοντας τα σχέδιά του. Ουσιαστικά ήταν τρεις παρατάξεις μάχης, κεντρική με δυο πτέρυγες που θα προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν την αντίστοιχη παράταξη των Βυζαντινών. Ο ίδιος ο Σουλτάνος θα έβλεπε τη μάχη από ασφαλή θέση, αφού επικεφαλής ορίστηκε ο στρατηγός Ταράγγης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου