Το μεγάλο αυτό γεγονός της
Άλωσης εξιστορείται από τέσσερις ιστορικούς, οι οποίοι ζουν την ίδια με
την Άλωση εποχή. Τα πολύτιμα κείμενα από τα οποία αντλούμε στoιχεία είναι του Γεώργιου Σφραντζή ή Φραντζή, Μιχαήλ
Kριτόβουλου, Δούκα και Λαόνικου
Χαλκοκονδύλη, οι οποίοι έγιναν γνωστοί, ως οι ιστορικοί της Άλωσης. Τα τέσσερα
έργα μπορεί να εξιστορούν το κοσμοιστορικό γεγονός της Αλωσης, αλλά έχουν
μεταξύ τους και αρκετές διαφορές.
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης
Ο Λαόνικος
Χαλκοκονδύλης ζούσε στην Αυλή του Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και ήταν ένας από τους
επίλεκτους μαθητές του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνας. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατέφυγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε μέχρι τον
θάνατό του.
Ο Χαλκοκονδύλης έγραψε ιστορία με τίτλο «Αποδείξεις
Ιστοριών» σε 10 τόμους, η οποία καλύπτει την περίοδο 1298-1463. Αποτελεί
μια από τις σπουδαιότερες πηγές για τη μελέτη αυτής της περιόδου. Είναι η πιο
νηφάλια και με τη μικρότερη ψυχολογική και ιδεολογική φόρτιση καταγραφή των γεγονότων, για την οποία παρατίθενται όσο το δυνατόν περισσότερες
απόψεις, όχι μόνο από ελληνικές αλλά και από ξένες πηγές της εποχής του. Το
κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η βαθμιαία πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας, η άνοδος των Οθωμανών
Τούρκων και η προσπάθεια των κρατών της περιοχής να αντισταθούν στην
τουρκική επεκτασιμότητα. Το όλο έργο του προσπαθεί να το εντάξει μέσα στο
ευρύτερο πλαίσιο της παγκόσμιας ιστορίας της εποχής του. Γίνεται φανερό ότι
έχει μελετήσει τον Ηρόδοτο αλλά και τον Θουκυδίδη και προσπαθεί και από τους
δυο αρχαίους ιστορικούς να πάρει στοιχεία της δουλειάς τους.
Η μαθητεία του δίπλα στον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα ήταν
αυτή που έστρεψε τον Χαλκοκονδύλη στην μελέτη των αρχαίων συγγραφέων και
ιδιαίτερα των δυο μεγάλων ιστορικών. Η σύγκρουση των Βυζαντινών- των Ελλήνων,
όπως διακηρύσσει ο Πλήθων- ερμηνεύεται
ως το σύγχρονο στάδιο της αρχέγονης διαμάχης του ελληνικού κόσμου με
τους Βαρβάρους της Ανατολής. Ξεκινώντας από τη μυθική Τροία, περνάμε στους
ελληνοπερσικούς πολέμους και καταλήγουμε
στους Τούρκους, που στη στροφή αυτή της Ιστορίας <<τιμωρούν>> τους
Έλληνες για την άλωση της Τροίας.
Οι πληροφορίες για τη ζωή και την πορεία του δεν είναι
πολλές ούτε ξεκάθαρα επιβεβαιωμένες. Γεννήθηκε στην Αθήνα γύρων στο 1430, το
1447 ήταν στο Μυστρά ως μαθητής του Πλήθωνα, ήταν παρών το 1466 κατά την εκπόρθηση
από τον Μουράτ Β΄ του τείχους του Εξαμιλίου στον Ισθμό, πιθανότατα συνόδευσε τον
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στο ταξίδι του στην Πόλη μετά την ανάρρησή του στο
θρόνο, και μετά την πτώση και του Μυστρά πρέπει να κατέφυγε στην Κρήτη ή στην
Ιταλία. Στην τελευταία φάση της πολιορκίας της Πόλης δεν πρέπει να ήταν παρών, γιατί και οι
περιγραφές του δεν έχουν πολλές λεπτομέρειες, αλλά απουσιάζουν και οι
χρονολογικές αναφορές. Αναφέρει την κατασκευή του φρουρίου Ρούμελι Χισαρ στο Βόσπορο, την αποστολή
τουρκικού στρατιωτικού σώματος για την αποτροπή βοήθειας από τον Μυστρά, δίνει
ιδιαίτερη σημασία στο τουρκικό πυροβολικό, αναφέρει χωρίς πολλές λεπτομέρειες
τις ναυμαχίες που έγιναν κατά την πολιορκία της Πόλης. Αντίθετα είναι
περισσότερο πληροφορημένος στην αναφορά που κάνει στο τουρκικό στρατόπεδο, γεγονός
που μας οδηγεί στη σκέψη ότι είχε πρόσβαση σε τουρκικές πηγές.
Γεώργιος Σφραντζής ή Φραντζής
Αξιωματούχος και ιστορικός
συγγραφέας, που έγραψε το χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για ένα
πολύπειρο βυζαντινό αξιωματούχο που κατά τα χρόνια των τριών τελευταίων
Παλαιολόγων αυτοκρατόρων, Μανουήλ Β΄, Ιωάννη Β΄ και Κωνσταντίνου ΙΑ΄ υπηρέτησε
σε υψηλόβαθμες θέσεις και πήρε μέρος σε πολυάριθμές διπλωματικές αποστολές. Ο
Φραντζής γνώριζε όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου και είχε
άμεση πρόσβαση σε επίσημα κρατικά αρχεία και έγγραφα. Η καριέρα του ξεκινά το
1424, στα 23 του χρόνια, όταν στέλνεται ως απεσταλμένος στην οθωμανική αυλή του
Μουράτ Β΄.
Η γνωριμία του με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ξεκινά το
1428 και από τότε θα είναι ο πιστός σύμβουλος του τελευταίου αυτοκράτορα, ο
οποίος θα τον περιβάλλει με εμπιστοσύνη μέχρι το τέλος.
Ο πολύπειρος διπλωμάτης ήταν 52 ετών,όταν άρχισε ο
αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης και είναι ο μόνος από τους τέσσερις
ιστορικούς που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της Άλωσης. Ωστόσο λίγο πριν πέσει η
Πόλη, ο Φραντζής δε θα είναι δίπλα στον αυτοκράτορα αλλά θα βρίσκεται σε άλλο
σημείο των τειχών κι έτσι δε έχει επαρκή πληροφόρηση για το τέλος του. Μετά την
άλωση ο Φραντζής ήταν σκλάβος επί δεκαοκτώ μήνες, προτού κατορθώσει να
απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του, όχι όμως και τα παιδιά του, που
πέθαναν στην Πόλη.
Το έργο του χωρίζεται στο <<Μεγάλο>> και στο
<<Μικρό Χρονικό>> της Αλώσεως.
Το πρώτο, στο οποίο έγιναν επεμβάσεις και προσθήκες στα μετέπειτα
χρόνια, περιλαμβάνει γεγονότα από το 1258-1479 και με ιδιαίτερες λεπτομέρειες
από το 1428 και μετά. Είναι γραμμένο σε λόγια αρχαΐζουσα γλώσσα. Πολύτιμα είναι
τα αποσπάσματα από το << Μεγάλο
Χρονικό>>, όπου δίνονται πληροφορίες για τις δυνάμεις και τις θέσεις των
αντιπάλων. Το <<Μικρό Χρονικό>> είναι ένας είδος προσωπικού
ημερολογίου, γραμμένο στη δημώδη λαϊκή γλώσσα, είναι συνοπτικό και με σαφείς
χρονολογικές αναφορές και θεωρείται το αυθεντικό και γνήσιο έργο του συγγραφέα.
Δούκας
Βυζαντινός ιστορικός και λόγιος (περ. 1400 – 1470) του 15ου αιώνα. Είναι γνωστός για το έργο του << Ιστορία>> που αποτελεί πολύ σημαντική πηγή για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε το μικρό του όνομα ούτε τον τόπο γέννησής του. Το επώνυμο του, Δούκας, εικάζεται από την πληροφορία του ίδιου ότι ήταν εγγονός του βυζαντινού αξιωματούχου Μιχαήλ Δούκα.
Βυζαντινός ιστορικός και λόγιος (περ. 1400 – 1470) του 15ου αιώνα. Είναι γνωστός για το έργο του << Ιστορία>> που αποτελεί πολύ σημαντική πηγή για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε το μικρό του όνομα ούτε τον τόπο γέννησής του. Το επώνυμο του, Δούκας, εικάζεται από την πληροφορία του ίδιου ότι ήταν εγγονός του βυζαντινού αξιωματούχου Μιχαήλ Δούκα.
Το 1421 ο Δούκας υπηρετεί ως γραμματέας και
συντάκτης των επίσημων εγγράφων του
γενουάτη ηγεμόνα της Φώκαιας, του Giovani Adorno και λίγο αργότερα τον
συναντούμε να υπηρετεί με την ίδια ιδιότητα τη γενουάτικη οικογένεια των Γατελούζων.
Μετά την ανάρρηση στο θρόνο του σουλτάνου - του Μωάμεθ του Β΄, ο Δούκας
αναλαμβάνει να προσκομίζει στην Αδριανούπολη, έδρα του σουλτάνου, το φόρο
υποτέλειας της Λέσβου.
Στη Λέσβο, κατά πάσα
πιθανότητα, ο Δούκας πληροφορήθηκε και τα δραματικά γεγονότα της Αλώσεως. Η
παρουσίαση των γεγονότων με ενάργεια και παραστατικότητα δίνουν την
εντύπωση όχι μόνο ενός αξιόλογου ιστορικού, αλλά και ενός ανθρώπου που ζει τις
συγκλονιστικές για το έθνος στιγμές.
Το έργο του Βυζαντίου
Άλωσις περιλαμβάνει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας από κτίσεως κόσμου (5508 π. Χ.) μέχρι
την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Λατίνους (1204). Στην ουσία, ωστόσο, την
περίοδο από τον Αδάμ μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, ο Δούκας τη
διατρέχει με μεγάλη συντομία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην εποχή από το Μανουήλ
Β΄ Παλαιολόγου (1391 – 1425) ως την πολιορκία της Μυτιλήνης (1462). Από το 1341
και μετά παρακολουθεί τα γεγονότα με μεγάλη προσοχή: τις δυναστικές διαμάχες
στην Πόλη, αλλά και τις τουρκικές εξελίξεις, την εξάπλωση των Οθωμανών, την
μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), την προετοιμασία της πολιορκίας από το Μωάμεθ,
την άλωση και τις συνέπειές της.
Τάσσεται φανερά με την
πλευρά των Ενωτικών, θεωρεί ότι η Ένωση έχει σημασία μόνο αν συμβάλλει στη
διάσωση του ελληνισμού, περιγράφει το μαρτυρικό θάνατο του ανθενωτικού Λουκά
Νοταρά, περιφρονεί το Γεννάδιο Σχολάριο και
κατακρίνει το θρησκευτικό φανατισμό.
Ο Δούκας δεν ήταν αυτόπτης
μάρτυρας της Άλωσης (μάλλον τότε βρισκόταν στην Λέσβο), όπως ο Γεώργιος Φραντζής, παρόλ' αυτά όμως η περιγραφή
του είναι ιδιαίτερα παραστατική. Στο έργο του θρηνεί
την Πόλη, φροντίζει να το διανθίσει με τους θρήνους του Ιερεμία για την άλωση της
Ιερουσαλήμ, γεγονός που δείχνει ότι ο ιστορικός είχε πλατιά γνώση της Βίβλου. Ο
Δούκας μέσα από την περιγραφή των γεγονότων της Άλωσης, αναδεικνύεται σε σπουδαίο
ψυχογράφο των πρωταγωνιστών της ηρωικής άμυνας: του Λουκά Νοταρά και μάλιστα
στις τελευταίες του στιγμές, του Ιουστινιάνη κατά τη στιγμή του τραυματισμού
του, του Χαλίλ πασά, όταν επισκέπτεται το σουλτάνο μέσα στη νύχτα στη σκηνή
του, του ίδιου του αυτοκράτορα κατά το τραγικό του τέλος.
Όσον αφορά τις
πηγές του Δούκα, αυτές, όπως ομολογεί ό ίδιος, προέρχονται από πρώτο χέρι,
καθώς αμέσως μετά την Άλωση, πήγε στην Πόλη και συνομίλησε με πολλούς
πρωταγωνιστές, Έλληνες άλλα και Τούρκους.
Η Ιστορία σώζεται σε
χειρόγραφο κώδικα της Παρισινής Βιβλιοθήκης από το 15ο έως το 16 αιώνα και σε
μια ιταλική μετάφραση του 15ου αιώνα και μια ελληνική μεταγλώττιση από κώδικα
του 18ου αιώνα.
Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, ο
Ιμβριος, με το έργο του Ιστορίαι αναφέρεται και αυτός στα γεγονότα της Αλώσεως.
Γεννήθηκε στην Ίμβρο (αρχές 15ου αιώνα), αλλά τα εφηβικά του χρόνια τα
πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου απέκτησε αξιόλογη για την εποχή του μόρφωση.
Στην Ίμβρο επιστρέφει το 1456 ως ύπατος αρμοστής του νησιού (θέση στην οποία θα
παραμείνει μέχρι το 1460)με εντολή του σουλτάνου ή του Δημητρίου Παλαιολόγου,
ο οποίος ήταν φόρου υποτελής στον σουλτάνο. Το 1466 μετά την κατάκτηση
του νησιού από τους Βενετούς θα φύγει για την Πόλη στην οποία και θα εγκατασταθεί.
Τα στοιχεία που έχουμε από κει και πέρα για τη ζωή του είναι ελάχιστα.
Ο Κριτόβουλος άρχισε να
γράφει το έργο του αμέσως μετά την Άλωση, σίγουρα πριν το καλοκαίρι του
1453. Το ολοκλήρωσε σε μια πρώτη φάση το φθινόπωρο του 1461. Σύντομα όμως το
υπέβαλε σε επεξεργασία και, αφού του έδωσε την τελική του μορφή το φθινόπωρο του
1467 το αφιέρωσε στο σουλτάνο με μία αφιερωματική επιστολή. Κεντρικό θέμα
είναι η οριστική καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους
Οθωμανούς Τούρκους και η μεταφορά της εξουσίας από το Βυζαντινό αυτοκράτορα στον
Τούρκο σουλτάνο. Κυρίαρχη μορφή στο έργο του είναι ο Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής.
Έτσι μας πληροφορεί πώς ο Μωάμεθ ο Β΄ ενδιαφέρθηκε προσωπικά για να αποκτήσει
η Πόλη την παλιά της αίγλη και να μπορέσει να σταθεί ως πρωτεύουσα και της νέας
αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο (για το
θέμα αυτό ο Κριτόβουλος είναι λεπτομερέστερη, σε σχέση με τους άλλους
σύγχρονούς του ιστορικούς, πηγή). Ωστόσο το έργο του δεν άρεσε ιδιαίτερα στο
σουλτάνο. Ο Κριτόβούλος απογοητευμένος από την αποτυχία των σχεδίων του, πέρασε
τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε μοναστήρι.
Το έργο του Κριτόβουλου,
επειδή τοποθέτησε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του τη δράση του Μωάμεθ,
αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη και καχυποψία. Παρόλο που δεν υπήρξε αυτόπτης
μάρτυρας, οι περιγραφές του δεν υστερούν σε αξία ως μα σημαντική ιστορική πηγή.
Είναι γραμμένο σε
αρχαιοπρεπές ύφος κατά μίμηση του Θουκυδίδη. Ακολουθώντας τους στόχους
της Ιστορίας του Θουκυδίδη επιθυμεί να διασώσει στη μνήμη των ανθρώπων μεγάλα
έργα και γεγονότα η μελέτη των οποίων θα ωφελήσει τις επόμενες γενιές. Για
το λόγο αυτό παρεμβάλλει δυο δημηγορίες κατά το θουκιδίδειο πρότυπο, τις οποίες
εκφωνεί ο σουλτάνος, την πρώτη λίγο πριν ξεκινήσει η πολιορκία και τη δεύτερη
λίγο πριν την τελική επίθεση. Όταν τελειώνει την περιγραφή των γεγονότων της
Άλωσης, ο Κριτόβουλος επιχειρεί να συγκρίνει τις αλώσεις των μεγάλων πόλεων της
Ιστορίας, αρχίζοντας από την μυθική Τροία, τη Βαβυλώνα, την Καρχηδόνα, τη Ρώμη,
την Ιερουσαλήμ και καταλήγει στην Πόλη. Το συμπέρασμα του, με το οποίο δύσκολα
κανείς θα διαφωνήσει, είναι ότι η
καταστροφή της Πόλης δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου