Στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο τεταρτηρόν, ίδιο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό, που συνιστούσε μια πρώτη υποτίμηση όσον αφορά την ελάττωση του βάρους. Το νόμισμα αυτό φαίνεται να ήταν ελαφρύτερο του <<ιστάμενου>>, δηλαδή του κανονικού κατά ¼ του τετάρτου, του έλλειπε δηλαδή ένα μικρό τέταρτο και χρησιμοποιήθηκε για τις πληρωμές του κράτους και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενώ οι πληρωμές προς το κράτος εξακολουθούσαν να γίνονται με τα πιο βαριά, τα κανονικά νομίσματα. Το μέτρο αυτό του Φωκά εγκαινιάζει τη νομισματική σύγχυση και σαφέστατα δηλώνει τις δυσκολίες των καιρών, τους αγώνες δηλαδή εναντίον των Αράβων και τις πολυδάπανες εκστρσατείες.
Μια πολύ σοβαρή πτυχή της κρίσης του Βυζαντίου κατά τον 11ο αιώνα ήταν η πολιτική της υποτίμησης του νομίσματος μέσω της νόθευσης του τώρα με κατώτερα μέταλλα . Ύστερα από 7 αιώνες περίπου, το παραδοσιακό χρυσό νόμισμα, ο χρυσός σόλιδος του Κωνσταντίνου, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο. Είναι η στιγμή της υποτίμησης του βυζαντινού νομίσματος, που θα πρέπει να χωριστεί σε δυο περιόδους: της ελεγχόμενης υποτίμησης (1024-1071) και της ανεξέλεγκτης και καταστροφικής υποτίμησης μετά τo 1261.
Μετά τις καταστροφικές για τη σύνθεση του στρατού αποφάσεις του Κωνσταντίνου Μονομάχου(1042 - 1055) για την εξαγορά της θητείας, της δυνατότητας δηλαδή των πολιτών να εξαγοράζουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, αποδυναμώθηκε ο στρατός των Θεμάτων και αυξήθηκαν οι ανάγκες σε μισθοφόρους. Τότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να κόψει ένα ελαφρύτερο νόμισμα με περιεκτικότητα σε χρυσό λιγότερο από 24 καράτια, για να χρηματοδοτήσει τα έξοδα των μισθοφόρων.Ήταν η πρώτη σοβαρή υποτίμηση του χρυσού σόλιδου, η αξία του οποίου είχε παραμείνει σταθερή για περισσότερο από επτακόσια χρόνια. Η πολιτική της υποτίμησης σαν προέκταση των οικονομικών προβλημάτων, σε συνδυασμό με τις ήττες στα πεδία των μαχών και την αστάθεια της πολιτικής εξουσίας, έμελλε να έχει καταστροφικές συνέπειες.
Μετά την επιτυχημένη βασιλεία του Βασιλείου Β΄, θα παρουσιαστεί μεγάλο έλλειμμα ικανών αυτοκρατόρων. Θα ανεβούν στο θρόνο άνθρωποι μειωμένων ικανοτήτων, όσον αφορά τη διαχείριση των στρατιωτικών υποθέσεων αλλά και την πολιτική διαχείριση της αυτοκρατορίας. Η εσωτερική αυτή αποσύνθεση της βυζαντινής εξουσίας θα αρχίσει να διαβρώνει τις αυτοκρατορικές παραδόσεις.
Η αδυναμία της κεντρικής εξουσίας θα προκαλέσει μια σειρά από εχθρικές επιθέσεις. Από τα δυτικά οι Νορμανδοί, στον Καύκασο εξέγερση των ντόπιων ηγεμόνων, επιδρομές Βούλγαρων και Ρώσων και προέλαση των Σελτζούκων.Όμως η σοβαρότερη στρατιωτική απειλή ήταν οι Πετσενέγκοι, που διέσχισαν τον παγωμένο Δούναβη το χειμώνα του 1046-1047, σηματοδοτώντας την αρχή ενός εξαετούς πολέμου στα Βαλκάνια (1048-10539).
Παρόλο που ο Κωνσταντίνος Μονομάχος είχε στη διάθεσή του ικανότατους στρατηγούς, όπως τον Γεώργιο Μανιάκη και τον Κατακαλών Κεκαυμένο, ανέθετε την διοίκηση το στρατού σε αυλικούς αξιωματούχους μέσα σε ένα κλίμα καχυποψίας και μηχανορραφιών. Όπως σχολιάζει ο Ιωάννης Σκυλίτζης, με πρόδηλη αποδοκιμασία, καθ΄όλη τη διάρκεια της βασιλείας του συνέχισε να ξοδεύει μεγάλα χρηματικά ποσά στα μεγαλεπήβολα οικονομικά του σχέδια (ιδρύσεις και ανακαινίσεις μονών, εκκλησιών), ενώ καθιέρωσε την συνήθεια της εκμίσθωσης των φόρων σε ιδιώτες. Οι εκμισθωτές των φόρων πλήρωναν άμεσα στην αυτοκρατορία τους φόρους που έπρεπε να καταβάλει μια περιοχή και στη συνέχεια τους εισέπρατταν οι ίδιοι από τους φορολογούμενους. Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε ολέθριο, αφού οι ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που σύμφωνα με τους νόμους έπρεπε να καταβληθούν.
Για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές ανάγκες έκοψε ένα ελαφρύτερο χρυσό νόμισμα, το τεταρτηρόν, το οποίο θεωρήθηκε ισότιμο του χρυσού και χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή των μισθοφόρων. Ο αυτοκράτορας όμως συνέχισε και την τακτική της υποτίμησης του νομίσματος, του παραδοσιακού χρυσού κέρματος, στο οποίο ο Κωνσταντίνος Η΄(1025-1028) και ο Μιχαήλ Δ΄( 1034-1041) είχαν προσθέσει μια μικρή ποσότητα αργύρου μειώνοντας την περιεκτικότητά του σε χρυσό σε λιγότερο από 95%. Επί Κωνσταντίνου Θ ΄ η διαδικασία υποτίμησης του άλλοτε πανίσχυρου βυζαντινού νομίσματος επιταχύνθηκε και, όπως φάνηκε, πήρε ανεξέλεγκτη τροπή: εκδόθηκαν τέσσερα χρυσά νομίσματα αυξάνοντας την υποτίμηση στο 81 %. Αλλά και αυτά υποβαθμίστηκαν αφού η αρχική περιεκτικότητά τους σε χρυσό έφτασε το 73%. Οι αυτοκράτορες που ακολούθησαν, συνέχισαν να προσθέτουν λιωμένα αργυρά νομίσματα στα χρυσά, μέχρι που το νόμισμα έφτασε να περιέχει μόνο 10% χρυσό τη δεκαετία του 1080. Η διαφορά μεταξύ αυτών των νομισμάτων και των νομισμάτων του Βασιλείου Β΄, γινόταν αμέσως αντιληπτή και όλοι ζητούσαν να πληρωθούν με το παλιό καλό νόμισμα απορρίπτοντας την υποτιμημένη μονάδα.
Η υποτίμηση δεν αναφέρεται σε καμιά ιστορική πηγή της εποχής εκείνης. Την ανακάλυψαν οι σύγχρονοι νομισματολόγοι που ανέλυσαν το μειούμενο βάρος των χρυσών νομισμάτων του 11ου αιώνα και υπολόγισαν την σταθερή αύξηση του κράματος αργύρου που χρησιμοποιούνταν. Η απόφαση να υποβαθμιστεί η αξιοπιστία ενός τόσο ισχυρού υπόβαθρου της αυτοκρατορίας παραμένει ανεξήγητη. Πώς είναι δυνατόν οι ηγεμόνες του Βυζαντίου να μην αντιλαμβάνονταν τους κλυδωνισμούς που θα επέφερε η υποτίμηση του νομίσματος τόσο στην επικράτεια όσο και στο εξωτερικό;
Από τη στιγμή που έγινε η αρχή, η συνέχεια ήταν αδύνατον να αποφευχθεί. Μετά την ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071, η υποτίμηση έλαβε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω της διόγκωσης των στρατιωτικών και οικονομικών προβλημάτων. Τα στρατεύματα αρνούνταν να πληρωθούν με τα αγνώριστα πλέον χρυσά τεταρτηρά και νομίσματα, ενώ οι έμποροι απέρριπταν τη βυζαντινή μονάδα και προτιμούσαν τα χρυσά αραβικά δηνάρια ή και τα φτηνά αργυρά νομίσματα που κόβονταν στις ευρωπαϊκές πόλεις. Το αυτοκρατορικό κύρος του Βυζαντίου αιμορραγούσε…
Μια ισχυρή παράδοση του βυζαντινού πολιτισμού, το << δολάριο και ευρώ>> του Μεσαίωνα, όπως ετεροχρονισμένα χαρακτηρίστηκε, υπονομεύτηκε. Λίγο πριν από τις αρχές του 12ου αιώνα, ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να ανατρέψει αυτή την πτωτική πορεία, και το 1092 έκοψε ένα νόμισμα 20,5 καρατίων σε χρυσό, το υπέρπυρον, που αντικατέστησε τα ευτελή νομίσματα. Αν και το νέο νόμισμα δεν ήταν πια επίπεδο αλλά κοιλόκυρτο, και δεν απέκτησε ποτέ εφάμιλλο κύρος με το παλαιό, η αυτοκρατορία επανέκτησε μια αξιόπιστη χρυσή μονάδα που τη βοήθησε να επανακάμψει από τη ζημιογόνο πολιτική της υποτίμήσης.
Μετά την επιτυχημένη βασιλεία του Βασιλείου Β΄, θα παρουσιαστεί μεγάλο έλλειμμα ικανών αυτοκρατόρων. Θα ανεβούν στο θρόνο άνθρωποι μειωμένων ικανοτήτων, όσον αφορά τη διαχείριση των στρατιωτικών υποθέσεων αλλά και την πολιτική διαχείριση της αυτοκρατορίας. Η εσωτερική αυτή αποσύνθεση της βυζαντινής εξουσίας θα αρχίσει να διαβρώνει τις αυτοκρατορικές παραδόσεις.
Η αδυναμία της κεντρικής εξουσίας θα προκαλέσει μια σειρά από εχθρικές επιθέσεις. Από τα δυτικά οι Νορμανδοί, στον Καύκασο εξέγερση των ντόπιων ηγεμόνων, επιδρομές Βούλγαρων και Ρώσων και προέλαση των Σελτζούκων.Όμως η σοβαρότερη στρατιωτική απειλή ήταν οι Πετσενέγκοι, που διέσχισαν τον παγωμένο Δούναβη το χειμώνα του 1046-1047, σηματοδοτώντας την αρχή ενός εξαετούς πολέμου στα Βαλκάνια (1048-10539).
Παρόλο που ο Κωνσταντίνος Μονομάχος είχε στη διάθεσή του ικανότατους στρατηγούς, όπως τον Γεώργιο Μανιάκη και τον Κατακαλών Κεκαυμένο, ανέθετε την διοίκηση το στρατού σε αυλικούς αξιωματούχους μέσα σε ένα κλίμα καχυποψίας και μηχανορραφιών. Όπως σχολιάζει ο Ιωάννης Σκυλίτζης, με πρόδηλη αποδοκιμασία, καθ΄όλη τη διάρκεια της βασιλείας του συνέχισε να ξοδεύει μεγάλα χρηματικά ποσά στα μεγαλεπήβολα οικονομικά του σχέδια (ιδρύσεις και ανακαινίσεις μονών, εκκλησιών), ενώ καθιέρωσε την συνήθεια της εκμίσθωσης των φόρων σε ιδιώτες. Οι εκμισθωτές των φόρων πλήρωναν άμεσα στην αυτοκρατορία τους φόρους που έπρεπε να καταβάλει μια περιοχή και στη συνέχεια τους εισέπρατταν οι ίδιοι από τους φορολογούμενους. Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε ολέθριο, αφού οι ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που σύμφωνα με τους νόμους έπρεπε να καταβληθούν.
Για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές ανάγκες έκοψε ένα ελαφρύτερο χρυσό νόμισμα, το τεταρτηρόν, το οποίο θεωρήθηκε ισότιμο του χρυσού και χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή των μισθοφόρων. Ο αυτοκράτορας όμως συνέχισε και την τακτική της υποτίμησης του νομίσματος, του παραδοσιακού χρυσού κέρματος, στο οποίο ο Κωνσταντίνος Η΄(1025-1028) και ο Μιχαήλ Δ΄( 1034-1041) είχαν προσθέσει μια μικρή ποσότητα αργύρου μειώνοντας την περιεκτικότητά του σε χρυσό σε λιγότερο από 95%. Επί Κωνσταντίνου Θ ΄ η διαδικασία υποτίμησης του άλλοτε πανίσχυρου βυζαντινού νομίσματος επιταχύνθηκε και, όπως φάνηκε, πήρε ανεξέλεγκτη τροπή: εκδόθηκαν τέσσερα χρυσά νομίσματα αυξάνοντας την υποτίμηση στο 81 %. Αλλά και αυτά υποβαθμίστηκαν αφού η αρχική περιεκτικότητά τους σε χρυσό έφτασε το 73%. Οι αυτοκράτορες που ακολούθησαν, συνέχισαν να προσθέτουν λιωμένα αργυρά νομίσματα στα χρυσά, μέχρι που το νόμισμα έφτασε να περιέχει μόνο 10% χρυσό τη δεκαετία του 1080. Η διαφορά μεταξύ αυτών των νομισμάτων και των νομισμάτων του Βασιλείου Β΄, γινόταν αμέσως αντιληπτή και όλοι ζητούσαν να πληρωθούν με το παλιό καλό νόμισμα απορρίπτοντας την υποτιμημένη μονάδα.
Η υποτίμηση δεν αναφέρεται σε καμιά ιστορική πηγή της εποχής εκείνης. Την ανακάλυψαν οι σύγχρονοι νομισματολόγοι που ανέλυσαν το μειούμενο βάρος των χρυσών νομισμάτων του 11ου αιώνα και υπολόγισαν την σταθερή αύξηση του κράματος αργύρου που χρησιμοποιούνταν. Η απόφαση να υποβαθμιστεί η αξιοπιστία ενός τόσο ισχυρού υπόβαθρου της αυτοκρατορίας παραμένει ανεξήγητη. Πώς είναι δυνατόν οι ηγεμόνες του Βυζαντίου να μην αντιλαμβάνονταν τους κλυδωνισμούς που θα επέφερε η υποτίμηση του νομίσματος τόσο στην επικράτεια όσο και στο εξωτερικό;
Από τη στιγμή που έγινε η αρχή, η συνέχεια ήταν αδύνατον να αποφευχθεί. Μετά την ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071, η υποτίμηση έλαβε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω της διόγκωσης των στρατιωτικών και οικονομικών προβλημάτων. Τα στρατεύματα αρνούνταν να πληρωθούν με τα αγνώριστα πλέον χρυσά τεταρτηρά και νομίσματα, ενώ οι έμποροι απέρριπταν τη βυζαντινή μονάδα και προτιμούσαν τα χρυσά αραβικά δηνάρια ή και τα φτηνά αργυρά νομίσματα που κόβονταν στις ευρωπαϊκές πόλεις. Το αυτοκρατορικό κύρος του Βυζαντίου αιμορραγούσε…
Μια ισχυρή παράδοση του βυζαντινού πολιτισμού, το << δολάριο και ευρώ>> του Μεσαίωνα, όπως ετεροχρονισμένα χαρακτηρίστηκε, υπονομεύτηκε. Λίγο πριν από τις αρχές του 12ου αιώνα, ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να ανατρέψει αυτή την πτωτική πορεία, και το 1092 έκοψε ένα νόμισμα 20,5 καρατίων σε χρυσό, το υπέρπυρον, που αντικατέστησε τα ευτελή νομίσματα. Αν και το νέο νόμισμα δεν ήταν πια επίπεδο αλλά κοιλόκυρτο, και δεν απέκτησε ποτέ εφάμιλλο κύρος με το παλαιό, η αυτοκρατορία επανέκτησε μια αξιόπιστη χρυσή μονάδα που τη βοήθησε να επανακάμψει από τη ζημιογόνο πολιτική της υποτίμήσης.
Η περίοδος (1261-1453) χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χρυσών νομισμάτων και τις τελευταίες κοπές υπέρπυρου που χρονολογούνται γύρω στο 1350. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β΄ και ο Μιχαήλ Θ΄ καθιερώνουν το λεγόμενο βασιλικό νόμισμα, το οποίο είναι ίδιο με τα ασημένια δουκάτα. Αποτελείται από καθαρό ασήμι και έχει επίπεδο σχήμα. Την περίοδο 1330-1340 το βάρος του νομίσματος αυτού ελαττώνεται και τον 14ο αιώνα τη θέση του την παίρνει ένα καινούργιο αργυρό νόμισμα, το σταυράτο. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να κυκλοφορούν νομίσματα από κράμα και χάλκινα.
Βασικη Πηγή: << Τι είναι το Βυζάντιο>>, Τζούντιθ Χέριν
Άρθρο της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, Φιλολόγου-Ιστορικού Βυζαντινής Ιστορίας Χρυσό βυζαντινό νόμισμα: δολάριο του Μεσαίωνα, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ
Για ποιο λογο ο Μιχαηλ Η Παλαιολογος υποτιμησε το νομισμα αφου το κρατος της Νικαιας και αργοτερα η ανασυσταθεισα Βυζαντινη αυτοκρατοτια ηταν αρκετα δυνατα κρατη?
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Μιχαήλ υποτίμησε το νόμισμα καθώς δεν είχε αποθέματα το κρατικό ταμείο. Μεγάλο μέρος των χρημάτων, τα οποία με κόπο είχαν μαζέψει οι Λασκαρίδες, πήγε στη Σικελία και το Σικελικό Εσπερινό για την αποφυγή μιας νέας Σταυροφορίας που σχεδιαζόταν.
Διαγραφή