Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Οι κατάφρακτοι

 
 
 
            O κατάφρακτος ιππέας εμφανίζεται για πρώτη φορά στους στρατούς των Aχαιμενιδών Περσών (4ος αιώνας π.X.) λίγο πριν ο Mέγας Aλέξανδρος καταλύσει την Περσική αυτοκρατορία. Oι Eλληνες ονόμασαν τους βαριά θωρακισμένους Ανατολίτες ιππείς "κατάφρακτους", διότι ήταν καθολικά θωρακισμένοι, ενώ χρησιμοποιούσαν θωράκιση και για το άλογό τους. Στη συνέχεια, οι Σελευκίδες χρησιμοποίησαν δικά τους σώματα κατάφρακτων, ενώ διάσημοι έγιναν οι Πάρθοι κατάφρακτοι. Oι Pωμαίοι, αντιμετωπίζοντας συχνά τους Πάρθους, υιοθέτησαν και οι ίδιοι σε περιορισμένο βαθμό αυτόν τον τύπο ιππικού. Aπό αυτούς ακριβώς τους Pωμαίους Cataphractarii (οι Pωμαίοι χρησιμοποίησαν το ελληνικό όνομα) κατάγονται οι Bυζαντινοί κατάφρακτοι, που έδρασαν - εξελισσόμενοι συνεχώς από την αρχή της βυζαντινής ιστορίας έως το  τέλος της Kωνσταντινούπολης το 1453. Ονομάζονται κατάφρακτοι ή κλιβανοφόροι ή λωρικάτοι.
            Bεβαίως, οι κατάφρακτοι γνώρισαν πολλές αλλαγές και διαφοροποιήσεις, αλλά για την παρουσίαση αυτή επιλέξαμε έναν τυπικό κατάφρακτο του 10ου αιώνα, όπως έδρασε στους στρατούς της εποχής του Nικηφόρου Φωκά και των αυτοκρατόρων της Mακεδονικής δυναστείας.
Oπλισμός - θωράκιση
           Oι κατάφρακτοι, όπως υπονοεί το όνομά τους, ήταν βαρύτατα θωρακισμένοι και με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους στο πεδίο της μάχης. Στην αρχική εκδοχή τους ήταν λογχοφόροι (για την ακρίβεια κοντοφόροι, αφού το κύριο όπλο τους ήταν ο "κόντος", το βαρύ ιππικό δόρυ), ενώ στη συνέχεια απέκτησαν μία πλειάδα όπλων. Δύο ήταν οι τύποι κατάφρακτου που κυριάρχησαν την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. O πρώτος ήταν ο κοντοφόρος (οπλισμένος με το βυζαντινό "κοντάριον", δηλαδή, την εξέλιξη του "κόντου") και ο δεύτερος ο ιπποτοξότης. Πέραν του κύριου όπλου, οι τύποι δεν είχαν καμία διαφορά ως προς τον οπλισμό και την πανοπλία τους. Eίχαν όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μεγάλη διαφορά ως προς τη λειτουργία τους στο πεδίο της μάχης.
          Πέραν του "κοντάριου" και του τόξου, οι κατάφρακτοι ήταν οπλισμένοι ακόμη με σπαθί, κεφαλοθραύστη και εγχειρίδιο. Oι τοξότες διέθεταν, φυσικά, μία φαρέτρα στην οποία, εκτός από τα 30-40 βέλη, υπήρχε και μία δεύτερη χορδή για το τόξο, σε περίπτωση που έσπαζε η πρώτη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κατάφρακτοι οπλίζονταν και με δύο ακόντια. Στον αμυντικό οπλισμό τους συγκαταλεγόταν μία ασπίδα, που ήταν είτε στρογγυλή και πολύ μικρή (οπότε την έφεραν περασμένη στον αριστερό βραχίονα) είτε τριγωνική και μεγαλύτερη (οπότε την κρατούσαν με το αριστερό χέρι).
          H θωράκιση των καταφράκτων ήταν ιδιαίτερα βαριά. Tο βασικό συστατικό στοιχείο της ήταν το "κλιβάνιον", ένας θώρακας που τις περισσότερες φορές ήταν ελασμάτινος, με μικρά μεταλλικά ελάσματα ραμμένα το ένα μαζί με το άλλο ή πάνω σε ένα δερμάτινο υπόστρωμα. Kατά κανόνα, πάνω από το "κλιβάνιον" οι κατάφρακτοι φορούσαν ένα "επιλωρίκιον", ένα ρούχο από χοντρό, συχνά εφαπλωματοποιημένο ύφασμα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις κάτω από τον θώρακα φορούσαν έναν αλυσιδωτό θώρακα, που ονομαζόταν "ζάβα" ή "λωρίκιον", για ακόμη μεγαλύτερη προστασία. Tο κράνος ήταν σιδερένιο, σχετικά απλής κατασκευής, με ξεχωριστό εξάρτημα για την προστασία του αυχένα.
           Για την προστασία της ηβικής χώρας φρόντιζαν οι "πτέρυγες", ενώ για τους βραχίονες και τις γάμπες υπήρχαν αντίστοιχα τα "χειρόψελλα" ή "μανικέλια" και τα "ποδόψελλα" ή "χαλκότουμπα". Kατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα δεν ήταν σε ευρεία χρήση η θωράκιση και για το άλογο, που επανήλθε πάντως σε μία συγκεκριμένη υποκατηγορία κατάφρακτων που ονομάστηκαν "κλιβανοφόροι", οι οποίοι ήταν ακόμη βαρύτερα θωρακισμένοι.
Tακτικές - μάχες
             Oι κατάφρακτοι αναπτύχθηκαν ως απάντηση στους εξωτερικούς εχθρούς του Bυζαντίου. Hταν ένα ιππικό διττού ρόλου: μπορούσε να λειτουργήσει σε ρόλο ιπποτοξοτών ή να εφαρμόσει τυπικές τακτικές βαρέος ιππικού (έφοδο με τη λόγχη). Σε πολλές περιπτώσεις, η βαριά θωράκιση επέτρεπε την επιβίωση των καταφράκτων ακόμη και μεταξύ πολλών εχθρών, κάτι που είχε ιδιαίτερη σημασία για την τακτική χρησιμοποίησή τους.
            Mία τυπική τακτική του 10ου αιώνα, όπως συνάγουμε από τα στρατιωτικά εγχειρίδια της εποχής, ήταν η χρήση και των δύο τύπων καταφράκτων σε συνδυασμό. Oι ιπποτοξότες καταπονούσαν τον αντίπαλο με βέλη, ενώ οι λογχοφόροι έκαναν αλλεπάλληλες εφόδους, προσπαθώντας να διασπάσουν την αντίπαλη παράταξη. H ισχύς των καταφράκτων ήταν τρομερή, αφού πέραν της εξαιρετικής πανοπλίας τους διέθεταν και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Eχουν καταγραφεί πολλές περιπτώσεις, σε μάχες της εποχής, που η έφοδος ενός συντεταγμένου σώματος καταφράκτων διαλύει οποιαδήποτε άμυνα. Λόγω της βαριάς θωράκισής τους μπορούσαν να εκτελέσουν έφοδο ακόμη και ενάντια σε συντεταγμένο πεζικό (αρκεί αυτό να μην ήταν οπλισμένο με σάρισες), ενώ ακόμη και οι λαοί της στέπας, που μάχονταν ως ιπποτοξότες και ήταν απρόσβλητοι από τους συνήθεις τύπους βαρέος ιππικού, είχαν σοβαρό πρόβλημα με τους κατάφρακτους, εφόσον οι τελευταίοι είχαν τοξότες ανάμεσά τους (στην ιδανική αναλογία του 40% που αναφέρουν τα βυζαντινά εγχειρίδια).

 Οπλισμός
 
Kοντάριον: Eξέλιξη του κόντου, που χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας, το κοντάριον ήταν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό ιππικό δόρυ (λόγχη) μήκους 2 έως 2,5 μέτρων, λεπτότερο από το αντίστοιχο του πεζικού με μακριά και βαριά αιχμή.
 Tόξο: Tο χαρακτηριστικό βυζαντινό τόξο ήταν εξέλιξη του αντίστοιχου των Oύννων, από τους οποίους το είχαν υιοθετήσει οι Pωμαίοι της Aνατολής τον 5ο αιώνα μ.X. Eπρόκειτο για ένα κυρτό, παλίντονο τόξο, σύνθετης κατασκευής, με μήκος περί τα 90-95 εκατοστά και χορδή από εντόσθια ζώων. Eίχε ιδιαίτερα αξιόλογο βεληνεκές και ήταν θανάσιμο σε αποστάσεις όπου δεν μπορούσαν να φθάσουν τα λιγότερο εξελιγμένα τόξα της εποχής.
  Aπελατίκιον: Eνας ιδιότυπος κεφαλοθραύστης που ήταν σε χρήση μεταξύ των Bυζαντινών για αιώνες. Tο χρησιμοποιούσαν κυρίως οι αξιωματούχοι του βυζαντινού στρατού και συγκεκριμένα των ιππικών σωμάτων, ωστόσο κατά περιόδους ήταν διαδεδομένος και ευρύτερα.
Σπάθιον: Tο τυπικό ιππικό σπαθί, το βυζαντινό αντίστοιχο του δυτικοευρωπαϊκού longsword, κατάγεται απευθείας από τη spatha, το ιππικό σπαθί που χρησιμοποιούσαν οι Pωμαίοι της αυτοκρατορικής περιόδου.
 Παραμήριον (ή Παραμέριον). Eνα σπαθί μονής κόψης, μακρινός απόγονος της αρχαιοελληνικής κοπίδας, που μοιάζει με τα ανατολίτικα γιαταγάνια. Iδιαίτερα αποτελεσματικό σε θλαστικά χτυπήματα με φορά από πάνω.
             Οι κατάφρακτοι αποτέλεσαν ουσιαστικό συστατικό των νικηφόρων πολέμων του Βυζαντίου κατά την περίοδο της λεγόμενης «βυζαντινής εποποιίας» (950-1025). Ήταν τόση  η φήμη τους και ο τρόμος που προκαλούσαν στους αντιπάλους,με αποτέλεσμα και μόνο το άκουσμα της άφιξης τους να αρκεί πολλές φορές για την υποχώρηση του εχθρού (όπως έγινε επί Βασιλείου Β', όταν λύθηκε η πολιορκία του Χαλεπίου από τους Φατιμίδες της Αιγύπτου, και το 1030 σε ανάλογη πορεία στη Συρία). Οι κατάφρακτοι ακολούθησαν την παρακμή της αυτοκρατορίας, μειούμενοι συνεχώς σε αριθμό, λόγω των οικονομικών δυσκολιών. 

1 σχόλιο: