Μετά το θάνατο του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1448) και λίγες μέρες μετά από μια ακόμα ήττα χριστιανικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο, νέος αυτοκράτορας, παρά την καχυποψία και την αμφισβήτηση από τα αδέρφια του, αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Η ανακήρυξη του νέου αυτοκράτορα έγινε στις 6 Ιανουαρίου 1449 στο Μυστρά, στη μητρόπολη της έδρας του. Η άφιξή του στη Βασιλεύουσα έγινε στις12 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Άνθρωπος ήπιος και μετρημένος, χωρίς πολλές φιλοδοξίες και πάθη, θα ήταν αυτός που θα ηγούνταν μιας άλλοτε κραταιάς Πόλης, που για τα λάθη και τις ίντριγκες των αρχόντων της, ο ίδιος δεν έφερε καμιά ευθύνη. Το πρώτο δείγμα γραφής σχετικά με το τι άνθρωπος ήταν, το έδειξε με το που πάτησε το πόδι του στην Πόλη, όταν απέφυγε να στεφτεί επίσημα στην Αγιά Σοφιά από τον φιλενωτικό Γρηγόριο Μάμμα, και γιατί ο χρόνος δεν ήταν κατάλληλος για μεγάλες τελετές, αλλά και για να μην ταυτιστεί με τη μια ή την άλλη αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Ο αυτοκράτορας ήταν σχεδόν 45 χρονών. Φαίνεται ότι ήταν μάλλον ψηλός και λεπτός, με κανονικά χαρακτηριστικά. Είχε αποδειχτεί στο Μυστρά καλός στρατιωτικός και ικανός κυβερνήτης. Είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Μανουήλ την γενναιότητα και την κλίση για περιπέτεια, όχι όμως και την αγάπη για τα γράμματα, αν και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Πλήθωνα στο Μυστρά. Πάνω από όλα όμως ήταν έντιμος και ακέραιος χαρακτήρας, χωρίς μνησικακίες, γενναιόδωρος απέναντι στα αδέρφια του που τον υπονόμευσαν. Είχε το χάρισμα των ανθρώπων εκείνων που μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και σιγουριά. Λιτός και δωρικός, αρκούνταν στα λίγα και απλά, αρνήθηκε να φορέσει αυτοκρατορικό στέμμα και μπήκε στην Πόλη ως απλός στρατιώτης, έχοντας πλήρη επίγνωση της τραγικής κατάστασης.
Ο Κωνσταντίνος έφτασε σε μια Πόλη που ήταν κατεστραμμένη και εξαρτημένη οικονομικά από Βενετούς και Γενουάτες, η εξουσία του αμφισβητούνταν από τα αδέρφια του, τα θρησκευτικά πάθη ήταν έντονα και είχαν διχάσει την κοινωνία και οι Τούρκοι επιδείκνυαν με κάθε ευκαιρία τις προθέσεις τους. Το <<λεγόμενο βασίλειο του Κωνσταντίνου>> όπως θα ονομαστεί, είχε συρρικνωθεί με πληθυσμό μόλις 80.000 κατοίκους αντί των 500.000 που είχε άλλοτε. Θλίψη και μελαγχολία επικρατούσε παντού, ωστόσο ο ερχομός του Κωνσταντίνου στην Πόλη σκόρπισε μια αισιοδοξία και πίστη στο λαό.
Μόλις ο Κωνσταντίνος ανήλθε στο θρόνο ο πάπας Νικόλας ο Ε΄ έσπευσε να του υπενθυμίσει τις υποχρεώσεις των Ορθοδόξων, όπως αυτές καθορίζονταν από τις αποφάσεις της Συνόδου της Φερράρας- Φλωρεντίας, ζητώντας να τελεστεί συλλείτουργο Καθολικών και Ορθοδόξων που θα επιβεβαίωνε την Ένωση και το παπικό πρωτείο. Στο θέμα αυτό ο Κωνσταντίνος γνώριζε πολύ καλά ποια ήταν τα αισθήματα κλήρου και του λαού, αλλά το ίδιο καλά κατανοούσε και την ανάγκη στρατιωτικής βοήθειας. Θα κινηθεί διπλωματικά μέχρι το τέλος, προσπαθώντας να τηρήσει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις αλλά και προς τη Δύση. Το συλλείτουργο θα γίνει στην Αγιά-Σοφιά, ενώ θα προσπαθήσει να είνοι δίκαιος και να αξιοποιήσει ανθρώπους σε δημόσιες θέσεις και από τους Ενωτικούς και από τους Ανθενωτικούς.
Οι πρώτες του ενέργειες ήταν να οργανώσει και να στελεχώσει το κράτος, να ανασυντάξει όσες στρατιωτικές δυνάμεις υπήρχαν, να επιθεωρήσει και να επισκευάσει όλες τις οχυρώσεις. Προς τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ έστειλε πρεσβευτές, ζητώντας συνθήκη ειρήνης. Ο Μουράτ αναγνώρισε το νέο αυτοκράτορα και συμφώνησε για την ειρήνη.
Η είδηση του θανάτου του σουλτάνου χαροποίησε αρχικά πολλούς Βυζαντινούς. Λίγοι, μεταξύ των οποίων ο ιστορικός της Άλωσης Γεώργιος Φραντζής, είχαν αντίθετη άποψη. Όπως έλεγε <<ευφρόσυνος αγγελία θα ήτο αν του έλεγαν ότι ο νέος αμηράς (σουλτάνος) είχε πεθάνει>>. Πίστευε ότι ο νεαρός Μωάμεθ με τον ορμητισμό και την υπέρμετρη φιλοδοξία, δεν θα άφηνε στον Κωνσταντίνο τον απαραίτητο χρόνο για να οργανώσει το στρατό και την άμυνα της Πόλης. Τις απόψεις αυτές συμμεριζόταν και ο Κωνσταντίνος. Οι πληροφορίες από την σουλτανική αυλή προειδοποιούσαν για τους κινδύνους από το νεαρό σουλτάνο Μωάμεθ τον Β΄.
Μωάμεθ ο ΄Β΄
Ο νέος σουλτάνος ήταν τώρα 19 ετών. Γιος μιας σκλάβας, είχε αγνοηθεί και παραμεληθεί από τον πατέρα του, αλλά όταν πέθαναν τα μεγαλύτερα αδέρφια του, τότε όλοι έπεσαν πάνω στον μικρό Μωάμεθ για να τον προετοιμάσουν για τη διαδοχή. Για πρώτη φορά είχε διαδεχτεί τον πατέρα του το 1444. Τότε τα χριστιανικά κράτη,με την παρότρυνση και του πάπα, θεώρησαν ότι ήταν ευκαιρία λόγω της παρουσίας ενός άπειρου και ανήλικου σουλτάνου να αναλάβουν σταυροφορία. Ο πατέρας του όμως Μουράτ, θα επανέλθει και θα νικήσει τους χριστιανούς στη μάχη της Βάρνας (1444).
Όταν πέθανε ο Μουράτ, κανείς δεν αμφέβαλε ότι αυτός θα ήταν ο διάδοχος. Ο ίδιος έσπευσε γρήγορα από τη Μαγνησία στην Καλλίπολη, όπου ανακηρύχτηκε σουλτάνος, έχοντας δίπλα του τους παλιούς συνεργάτες του Μουράτ. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη, αφού πρώτα διέταξε τη σφαγή των μικρότερων αδερφών του, για να μην αμφισβητηθεί η εξουσία του.
Η είδηση της διαδοχής στον οθωμανικό θρόνο, σε αντίθεση με την Πόλη, έφερε ανακούφιση και κρυφά χαμόγελα στη Δύση. Ο ισχυρός Μουράτ, με τις τόσες ικανότητες και επιτυχίες, ήταν παρελθόν και όλοι θεώρησαν ότι ο νεαρός και άπειρος σουλτάνος θα ήταν ευάλωτος και ακίνδυνος. Ήταν όμως έτσι;
O νεαρός σουλτάνος είχε μέτριο ανάστημα, γεροδεμένος με καλή εμφάνιση. Στις κοινωνικές του επαφές ήταν απόμακρος αλλά τυπικά ευγενής. Η δύσκολη παιδική του ηλικία τον είχε κάνει μυστικοπαθή και πονηρό, σε σημείο που να μην εμπιστεύεται κανέναν και να μην μπορεί κανείς να διαβάσει τη σκέψη του. Ήταν γνώστης της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί τα κατορθώματά του. Δεν ήταν ο τυπικός φανατικός μουσουλμάνος, όλη του η ενεργητικότητα και η αποφασιστικότητα δεν πήγαζε από καμιά ιερή πίστη αλλά από τη μεγάλη του φιλοδοξία για νίκες και κατακτήσεις,που θα του εξασφάλιζαν την υστεροφημία.
Αρχικά προσπάθησε να δείξει ένα φιλειρηνικό πρόσωπο,αποδεχόμενος τους πρεσβευτές από όλα τα μέρη και υποσχόμενος σε όλους ( Βενετούς, Σέρβους, Ούγγρους) συνεργασία και ειρήνη. Ο Κωνσταντίνος έστειλε πρεσβευτές στην Αδριανούπολη, για να ζητήσει τα χρήματα του Ορχάν ( του εξόριστου Οθωμανού πρίγκιπα που διέμενε στην Πόλη), ζητώντας μάλιστα και μια μικρή αύξηση. Την συγκεκριμένη στιγμή ο αυτοκράτορας θεώρησε ότι, με το να υπενθυμίσει στον Μωάμεθ την παρουσία στην Πόλη ενός διεκδικητή του τουρκικού θρόνου, θα παγίδευε διπλωματικά τον νεαρό και άπειρο σουλτάνο. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε προσβλητική, αλλά ήταν και μια χρυσή ευκαιρία για τον Μωάμεθ να παραβιάσει την ειρήνη και να φανερώσει τα σχέδια του. Αμέσως άρχισε τις προετοιμασίες του στρατού του και σαν πρώτη κίνηση σχεδίαζε την κατασκευή ενός μεγάλου φρουρίου στο πιο στενό σημείο του Βοσπόρου.
Όταν πέθανε ο Μουράτ, κανείς δεν αμφέβαλε ότι αυτός θα ήταν ο διάδοχος. Ο ίδιος έσπευσε γρήγορα από τη Μαγνησία στην Καλλίπολη, όπου ανακηρύχτηκε σουλτάνος, έχοντας δίπλα του τους παλιούς συνεργάτες του Μουράτ. Κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη, αφού πρώτα διέταξε τη σφαγή των μικρότερων αδερφών του, για να μην αμφισβητηθεί η εξουσία του.
Η είδηση της διαδοχής στον οθωμανικό θρόνο, σε αντίθεση με την Πόλη, έφερε ανακούφιση και κρυφά χαμόγελα στη Δύση. Ο ισχυρός Μουράτ, με τις τόσες ικανότητες και επιτυχίες, ήταν παρελθόν και όλοι θεώρησαν ότι ο νεαρός και άπειρος σουλτάνος θα ήταν ευάλωτος και ακίνδυνος. Ήταν όμως έτσι;
O νεαρός σουλτάνος είχε μέτριο ανάστημα, γεροδεμένος με καλή εμφάνιση. Στις κοινωνικές του επαφές ήταν απόμακρος αλλά τυπικά ευγενής. Η δύσκολη παιδική του ηλικία τον είχε κάνει μυστικοπαθή και πονηρό, σε σημείο που να μην εμπιστεύεται κανέναν και να μην μπορεί κανείς να διαβάσει τη σκέψη του. Ήταν γνώστης της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίο θαύμαζε και ήθελε να μιμηθεί τα κατορθώματά του. Δεν ήταν ο τυπικός φανατικός μουσουλμάνος, όλη του η ενεργητικότητα και η αποφασιστικότητα δεν πήγαζε από καμιά ιερή πίστη αλλά από τη μεγάλη του φιλοδοξία για νίκες και κατακτήσεις,που θα του εξασφάλιζαν την υστεροφημία.
Αρχικά προσπάθησε να δείξει ένα φιλειρηνικό πρόσωπο,αποδεχόμενος τους πρεσβευτές από όλα τα μέρη και υποσχόμενος σε όλους ( Βενετούς, Σέρβους, Ούγγρους) συνεργασία και ειρήνη. Ο Κωνσταντίνος έστειλε πρεσβευτές στην Αδριανούπολη, για να ζητήσει τα χρήματα του Ορχάν ( του εξόριστου Οθωμανού πρίγκιπα που διέμενε στην Πόλη), ζητώντας μάλιστα και μια μικρή αύξηση. Την συγκεκριμένη στιγμή ο αυτοκράτορας θεώρησε ότι, με το να υπενθυμίσει στον Μωάμεθ την παρουσία στην Πόλη ενός διεκδικητή του τουρκικού θρόνου, θα παγίδευε διπλωματικά τον νεαρό και άπειρο σουλτάνο. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε προσβλητική, αλλά ήταν και μια χρυσή ευκαιρία για τον Μωάμεθ να παραβιάσει την ειρήνη και να φανερώσει τα σχέδια του. Αμέσως άρχισε τις προετοιμασίες του στρατού του και σαν πρώτη κίνηση σχεδίαζε την κατασκευή ενός μεγάλου φρουρίου στο πιο στενό σημείο του Βοσπόρου.
Κανείς πλέον μέσα και έξω από την Πόλη, δεν έπρεπε να έχει αμφιβολίες για τα σχέδια του φιλόδοξου σουλτάνου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου