Επιγραφική και Εικονογραφία, οι δύο αυτοί κύριοι τομείς της Χριστιανικής Τέχνης, είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο ένας συμπληρώνει και ερμηνεύει τον άλλο. Εικόνα και επιγραφή συμβαδίζουν και αλληλοεπηρεάζονται.
Από τα πολύ παλαιά χρόνια οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να προσθέτουν δίπλα στην εικόνα και μια γραπτή επεξήγηση, ένα χάραγμα ή ένα σύμβολο. Η εικόνα δηλ. δεν μπορούσε να σταθεί και να κατανοηθεί μόνη της, χωρίς κάποιο υπομνηματισμό. Σπάνια συναντούμε εικόνες "χωρίς λόγια". Γενικά η εικόνα, το σύμβολο, απευθύνεται κυρίως στην ψυχή, ενώ το γραπτό κείμενο, η επιγραφή, στη λογική, στη γνώση. Τη σχετική επιγραφής και εικόνας τη βλέπομε τόσο στην Αρχαία, όσο και στη Χριστιανική Τέχνη.
Επαγγέλματα και Λειτουργήματα σε Επιγραφές
Η εργασία στην ονοματολογία επαγγελμάτων.
Μεγάλη είναι η προσφορά των επιγραφών στη γνώση της πνευματικής και κοινωνικής καταστάσεως της κάθε εποχής. Στις ποικίλες χριστιανικές επιγραφές- που αποτελούν τον καθαρό καθρέπτη της εποχής τους- αντικατοπτρίζονται πολύτιμα στοιχεία: κοινωνικά, γλωσσικά, εθιμικά κ.λπ. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι επιγραφές στην ονοματολογία, δηλ. στη γνώση των ανθρωπονυμίων της εποχής του. Με τους ποικίλους όρους που αναγράφονται σ' αυτές διαφωτίζεται η κοινωνική δομή με την αναγραφή των διαφόρων επαγγελμάτων ή λειτουργημάτων, που ασκούσαν τότε οι κάτοικοι των πόλεων και των οικισμών. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι πολύ σπάνια ανευρίσκομε στις επιγραφές το επώνυμο του νεκρού, αλλά ανακαλύπτουμε το επάγγελμά του, με το οποίο ήταν γνωστός στο περιβάλλον του. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι τα επαγγελματικά ονόματα έγιναν πολλές φορές, και με την πάροδο του χρόνου επώνυμα.
Από την εμφάνιση του χριστιανισμού μέχρι και σήμερα οι χριστιανοί εκτιμούσαν πολύ την εργασία, η οποία θεωρείται πάντοτε ως κοινωνικό και ηθικό καθήκον για τον κάθε άνθρωπο, που μπορεί να εργάζεται. Οι μη δυνάμενοι να εργάζονται (γέροντες, ανάπηροι, άρρωστοι) πρέπει να διατρέφονται και να βοηθούνται από τους υγιείς και δυναμένους. Την αξία και την αναγκαιότητα της εργασίας υπογραμμίζουν όλες σχεδόν οι Μεγάλες Προσωπικότητες του Χριστιανισμού (Απόστολοι, εκλησιαστικοί Συγγραφείς, Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, Άγιοι κ.λπ.). Χαρακτηριστική είναι π.χ. ή κατηγορική προτροπή του Απ. Παύλου "ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω..."
Ήδη από τήν παλαιοχριστιανική εποχή ανευρίσκομε πολλές απεικονίσεις όχι μόνο εργαλείων αλλά και αντικειμένων, αλλά και ανθρώπων κατά την ώρα της ασκήσεως του επαγγέλματός τους. Πρόκειται για ζωγραφικές ή για γλυπτές παραστάσεις εργαζομένων είτε με τα σύνεργα της εργασίας τους, είτε με απλή αναγραφή του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τους τρεις πρώτους χριστιανικούς αιώνες διασώθηκαν ολίγες σχετικά ενδείξεις για το επάγγελμα των νεκρών. Από τα μέσα όμως του 4ου αιώνα -όταν ο Χριστιανισμός είχε διεισδύσει στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα - οι επαγγελματικές μαρτυρίες συνεχώς πολλαπλασιάζονται.Στις επιγραφές αναγράφονται τα λειτουργήματα ή και επαγγέλματα των κληρικών (όλων των βαθμών ιερωσύνης), των στρατιωτικών, των δικαστών, των ιατρών, των διαφόρων επαγγελματιών και βιοτεχνών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στις διάφορες περιοχές του χριστιανικού κόσμου διαπιστώνονται προτιμήσεις ή και διαφοροποιήσεις ως προς τις επαγγελματικές μαρτυρίες. Έτσι, στις Ελληνικές και Λατινικές χώρες, καθώς και στην Αίγυπτο και την Κιλικία (κυρίως τον 6ο και 7ο αιώνα) έχομε άφθονες επαγγελματικές μαρτυρίες, ενώ αυτές σπανίζουν στην Καρχηδόνα. Στη Τύρο της Φοινίκης οι μισές σχεδόν επιγραφές αναγράφουν το επάγγελμα του πιστού. Από αυτές διαπιστώνεται ότι μερικοί χριστιανοί ασκούσαν δύο ή περισσότερα επαγγέλματα όπως π.χ. το επάγγελμα του πατέρα τους και κάποιο άλλο που άρεσε στους ίδιους. Επίσης μερικοί επαγγελματίες ή βιοτέχνες θεωρούσαν καθήκον και μεγάλη τιμή να ασκούν -παράλληλα με την κύρια εργασία τους- και διάφορα λειτουργήματα στό λαό ή στην ενορία τους, όπως του υποδιακόνου, του ψάλτη (ή υποψάλτη ), του νεωκόρου κ.ά. Γεγονός, πάντως, είναι οτι οι διάφορες ονομασίες των επαγγελμάτων στις επιγραφές είναι πολύ σημαντικές όχι μόνο από κοινωνιολογική, αλλά και από γλωσσολογική άποψη. Τα επαγγέλματα, που σταχυολογούνται στη συνέχεια, αναγράφονται σε χριστιανικές επιγραφές, κυρίως της Παλαιοχριστιανικής και της Βυζαντινής εποχής (4ος-15ος αι.).
Ανδρικά και γυναικεία επαγγέλματα.
Αξίζει να συγκεντρώσουμε εδώ τα επικρατέστερα ονόματα επαγγελμάτων, επειδή πολλά από αυτά είτε σπανίζουν σήμερα, είτε συνηθίζονται και μάλιστα επιβιώνουν με μερικές παραλλαγές -και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα.
. Από τα ανδρικά επαγγέλματα σημειώνομε τους: 1) κογχυλείς (αλιείς κογχυλιών), 2) κογχυλοπλυτές, 3) κογχυλοκόπους (που στα βυζαντινά χρόνια ονομάζονται κογχυλάριοι), 4) σιτομέτρεις, 5) αρτοκόπους (= φουρνάρηδες^ ο όρος αυτός χρησιμοποιείται και από τους βυζαντινούς), 6) ετράριους (= ζαχαροπλάστες), 7) τυροποιούς (= τυροκόμους), 8) τέκτονες και μαϊστορες (= αρχιτέκτοντες και μαστόρους), 9) χαλκείς (= σιδηρουργούς, πρβλ. και το σημερινό διαλεκτικό χαρκιάς), 10) χρυσοχείς, 11) δακτυλιδάριους (χρυσοχόους), 12) παρατουράς - παρατουράδες (σκηνοποιός - σκηνοπώλεις), 13) μεταξάριους (το ίδιο και στους βυζαντινούς χρόνους, που σημαίνει τους πωλητές μετάξης), 14) βαρβαρικάριους (κατασκευαστές πολυτελών υφασμάτων^ ο ίδιος όρος και στους βυζαντινούς χρόνους), 15) καραβιάριους (= αλιείς καραβίδων), 16) γρυτοπώλεις ή γρυποπώλεις (= παλαιοπώλεις), 17) βαλανέους ή βαλανείς (= υπεύθυνους λουτρών-λουτράρηδες^ ο όρος λουτράρης συναντάται και στους βυζαντινούς), 18) ιππιάτρους ή και ιππιατρούς (= κτηνίατρους για άλογα), 19) ιατρούς-γιατρούς, 20) κοπιάτες (ειδικούς τεχνίτες κατακομβών, γνωστούς και ως fossores λατινιστί), 21) βυρσοδέψεις, 22) υποδηματοποιούς-τζαγγάρηδες, 23) ξυλοκόπους-ξυλουργούς--ξυλογλύπτες, 24) σχοινοποιούς, 25) γραφείς-αντιγραφείς ή και σκρινιάριους-χαρτουλάριους, 26) καμπανιστές (= ζυγιστές), 27) καμπανάδες - σημαντήρηδες (πρβλ. και το επώνυμο Σημαντήρης-Σημαντηράκης), 28) χαράκτες, 29) θεριστές, 30) μυλωνάδες, 31) σακελλάρηδες, 32) ξενοδόχους-εστιάτορες-ταβερνιάρηδες, 33) ραπτάδες, 34) ζευγάδες, 35) γαλατάδες-γαλακτοπώληδες, 36) μαρμαράδες-μαρμαράριους, 37) βουκόλους (=κτηνοτρόφους), 38) κραμβιτάδες (=κηπουρούς, λαχανοπώληδες), 39) αρωματάρηδες-φαρμακοποιούς, 40) ζωγράφους-σγουράφους, 41) ζουράρηδες (= τοκιστές ή και φιλάργυρους-τοκογλύφους) και πολλά άλλα σύγχρονα και μη επαγγέλματα.
Τα γυναικεία επαγγέλματα είναι σχετικά ολίγα αφού ως γνωστόν, στους Παλαιοχριστιανικούς και Βυζαντινούς χρόνους οι γυναίκες δεν ασκούσαν -επίσημα τουλάχιστο- πολλά βιοποριστικά επαγγέλματα. Υπάρχουν όμως και αρκετές εξαιρέσεις έτσι, από τα μαρτυρούμενα σε επιγραφές γυναικεία επαγγέλματα αναφέρομε τις: 1) ιατρίνες, 2) ναυκλήρισσες (=εφοπλίστριες), 3) πρεσβυτέρρισες-παπαδιές-αρχισυναγώγισσες (=πολύτιμοι βοηθοί ή και σύζυγοι των κληρικών), 4) διακόνισσες, 5) νεοκόρισσες, 6) κονδειτάριες (=οικοδέσποινες-νοικοκυρές), 7) ράπτριες, 8) υφάντριες - ανυφάντριες, 9) θερίστριες, 10) μαγείρισσες, 11) εργάτριες, 12) πωλήτριες (διαφόρων ειδών), 13) αστροπόλισσες (=πωλήτριες θυμιαμάτων), 14) κουβουκλάριες (=καμαριέρες το ίδιο και στους βυζαντινούς), 15) μαίες-μαμμές - κ.ά.
Μερικά από τα επαγγέλματα αυτά ανευρίσκονται και σε διάφορα έγγραφα (συμβόλαια κυρίως) των χρόνων της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας της Κρήτης κ.ά., όπου προστίθενται και διάφορες άλλες γυναικείες δραστηριότητες και ιδιαίτερα της χήρας, η οποία αναγκάζεται να διαχειρίζεται την οικογενειακή περιουσία, να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες, να εξασφαλίζει την οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση των ανήλικων τέκνων της. Σε αρχειακό υλικό της Κρήτης μαρτυρείται επίσης κατά τους αιώνες εκείνους και η προσφορά της γυναίκας τροφού - βυζάστρας, η οποία είναι γνωστή και ως παραμάνα.
Άξιο παρατηρήσεως είναι ότι πολλοί από τους παραπάνω όρους - λέξεις δεν ανευρίσκονται στα λεξικά της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας (Liddell-Scott) κ.α., όπως π.χ. είναι οι λέξεις: ναυκλήρισσα, ετράριος, κραμβιτάς, κονδειτάρια, αστροπόλισσα, παρατουράς. Στον Ησύχιο απαντά η λέξη παρατούριον (=αντίπανον -τέντα) κ.ά. Αλλες πάλι επέζησαν και στους βυζαντινούς χρόνους, όπως οι λέξεις: αρτοκόπος, μεταξάριος, δακτυλιδάριος, βαμβαρικάριος, κογχυλιάριος, γρυποπώλης, κουβουκλάρια, κ.ά. Πολλές λέξεις αντικαταστάθηκαν στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή από παρόμοιες ετυμολογικά, από τις οποίες προέρχονται αρκετά σύγχρονα επαγγέλματα. Έτσι διαπιστώνεται όχι μόνο η συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Αλλά και η Λατινική γλώσσα, καθώς και η Ιταλική, είναι πλούσιες σε ονομασίες επαγγελμάτων, όπως: catadromus - catadromarius, pantomimus, nutrix - baiula (= τροφός-βυζάστρα-παραμάνα), tabernaria (= ταβερνάρισσα) usurarius-usurario-ζουράρης (= τοκιστής-φιλάργυρος) κ.ά. Εξ άλλου, από το αρχαίο ελληνικό βαλανείον (= λουτρό, πρβλ. και τό λατινικό balneum) προέρχεται τo βαλανέος των επιγραφών, αντί του οποίου οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν αργότερα τον όρο λουτράρης.
Αξίζει να αναφερθούν εδώ τα επικρατέστερα βυζαντινά επαγγέλματα, τα οποία κυμαίνονται από 70 μέχρι 100, όπως: μουράρος (=κτίστης), μπαρμπέρης, ράφτης, χαλιναράς, μποτέρης, μαραγγός, σελάς, χρυσοχός, τζαγγάρης, μαρμαράς, φουρνάρης, σπαθάς, πετροκόπος, γούναρης, σκουφάς, μακελλάρης, καθεγλάς, καλαφάτης, τανιέρης, καλυκάς, χαλκάς, ζυμοπουλητής, γναφέος ή μαυριστής, δοξαράς, σκοινοπλάκος, τορνάρης, σαϊτας, κεράς, μπουμπαρδιέρος, σπλεντζέρης, χαλκωματάς, σαλουμάρος, ξεπετσοτέρης, γερακάρης, παπλωματάρης, πολβεράρος, κλειδάς, χρυσαφάς, ψαροπουλητής, ακπελλάς, περιβολάρης, σομαράς, σανσέρης (= μεσίτης), ξυγγοκεράς, τυροπουλητής. Αναφέρονται επίσης και πρωτομάστορες, κυρίως στους: χρυσοχόους, τζαγγάρηδες, μαραγγούς, μουράρους, ραφτάδες, καλαφάτες. Κάπως ευγενέστερα επαγγέλματα ήταν αρωματάρης ή σπετζιέρος ή φαρμακοπός, νοτάριος, αββοκάτος (= δικηγόρος), ιατρός τζηρόικος (= χειρούργος), ιατροφύζυκος, ζωγράφος ή σγουράφος.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα απο την εργασία << Χριστιανικές Επιγραφές και Εικόνες>>
(Πορίσματα Ερευνών - Μηνύματα)
Γεωργίου Β. Αντουράκη
Αρχαιολόγου, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου