Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Ο κυρ Μανουήλ Πανσέληνος

            
. O Χριστός Παντοκράτωρ, μέρος ολόσωμης τοιχογραφίας από το ναό του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος
 
               Ο Μανουήλ Πανσέληνος, ο ζωγράφος του Πρωτάτου, κινείται ως τις μέρες μας μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Η εποχή που δραστηριοποιείται (14ος αιώνας), είναι μια εποχή αντινομίας, κατά την οποία, ενώ το κράτος φθίνει πολιτικά και οικονομικά, τα γράμματα και οι τέχνες φθάνουν στο ύψιστο σημείο της ακμής του, αντλώντας συνάμα στοιχεία από την αρχαιοελληνική παράδοση.
              Το έργο του Πανσέληνου, όπως αυτό σώζεται στο Πρωτάτο, είναι αντιπροσωπευτικό μιας ολόκληρης εποχής, της Παλαιολόγειας και μιας "Σχολής" της Μακεδονικής, κέντρο της οποίας ήταν η Θεσσαλονίκη. Η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης φτάνει την περίοδο εκείνη, σε υψηλά επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται ο ηγετικός της ρόλος σ' ολόκληρο το Βαλκανικό χώρο.
                                                               
 
                                                 Οι αγιογραφίες στο Πρωτάτο
 
              To εικονογραφικό πρόγραμμα στο Πρωτάτο του Αγίου ¨Ορους, ο καλλιτέχνης το ανέπτυξε σε τέσσερις επάλληλες ζώνες. Στην ανώτατη ζώνη εικονίζονται οι προπάτορες του Χριστού από τον Αδάμ ως τον Ιωσήφ, στις επόμενες δύο ζώνες σκηνές από το Δωδεκάερτο, τα Πάθη του Χριστού και τη ζωή της Παναγίας, ενώ στην κατώτατη ζώνη παριστάνονται ολόσωμοι άγιοι, <<ο στρατός του Κυρίου>>, κατά την έκφραση του Ιωάννη Δαμασκηνού. Στην ενότητα αυτή απεικονίζονται ιεράρχες, στρατιωτικοί άγιοι μάρτυρες της Εκκλησίας, αλλά και επιφανείς ασκητές, όπως άλλωστε ταιριάζει στον κορυφαίο ναό του αγιορείτικου μοναχισμού, το ναό του Πρωτάτου. Το εικονογραφικό  πρόγραμμα συμπληρώνεται με σκηνές από τον κύκλο της περιόδου της Πεντηκοστής, καθώς και με την απεικόνιση προφητών και δικαίων, που εικονίζονται στα εσωρράχια των τάξεων. Η διακόσμηση κλείνει με σκηνές από την Π. Διαθήκη, που αποτελούν προεικονίσεις της Παναγίας.
              Από απόψεως τέχνης οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου συνιστούν κορυφαία δημιουργία του ελληνισμού και ένα από τα πιο σημαντικά σύνολα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Κύρια χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου είναι ο αφηγηματικός χαρακτήρας στην απόδοση των σκηνών, η μνημειακότητα των συνθέσεων, η υιοθέτηση προτύπων από την αρχαία ελληνική τέχνη, καθώς και το δραματικό στοιχείο και ο εξιδανικευμένος ρεαλισμός, ταιριασμένα με την έκφραση βαθιάς πνευματικότητας.
                 Το χρώμα επίσης είναι βασικός και καθοριστικός παράγων της ζωγραφικής του Πρωτάτου, αλλά και αναγνωριστικό στοιχείο της ταυτότητας και της καλλιτεχνικής προσωπικότητας  του Πανσέληνου. Στη ζωγραφική του επικρατούν λαμπερά χρώματα γεμάτα φως, σε απαλές τονικές αποχρώσεις και αρμονικούς συνδυασμούς, προσδίδοντας λάμψη και φρεσκάδα στη ζωγραφική και εκφραστική ζωντάνια στις μορφές.  Έτσι όπως σημειώνει ο αείμνηστος Α. Εγγονόπουλος, << το εσωτερικό του Πρωτάτου καλεί, πρόσχαρο και φωτεινό τον επισκέπτη σε μια ψυχική ανάταση γεμάτη πνευματική ευδαιμονία>>.
                 Οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου από καλλιτεχνική άποψη εκφράζουν μια ενσυνείδητη στροφή και ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον του βυζαντινού κόσμου στο ιδεώδες του κλασικού, σε αρμονική ωστόσο σύζευξη  με την πνευματικότητα της χριστιανικής κοινωνίας.  Έτσι ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Πανσέληνου είναι η συμμετρία, η αυτονομία των μορφών στη σύνθεση, η τάση να αποδοθεί πλαστικά το σώμα σε αρμονική σύζευξη με το ρούχο, η εκφραστικότητα των γραμμών, η αβρότητα των χρωμάτων, η επιστροφή στο ιδανικό του αρχαίου κάλους, ταιριασμένου με τα ιδεώδη της χριστιανικής πνευματικότητας, οφείλονται ασφαλώς στην παιδεία του Πανσέληνου. Η παιδεία αυτή είναι που καθορίζει την προσωπικότητα και τις επιλογές του καλλιτέχνη και καθιστά τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου από τις κορυφαίες δημιουργίες του κλασικισμού κατά την πρώτη περίοδο των Παλαιολόγων.
                  Ειδικότερα η αναβίωση αρχαίων προτύπων στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου προϋποθέτει τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη σε κύκλους ουμανιστών ενός μεγάλου κέντρου της αυτοκρατορίας, όπως είναι η Θεσ/νίκη την περίοδο αυτή, στους οποίους οφείλει την ανανέωση του καλλιτεχνικόυ οράματος του χριστιανικού κόσμου.  Έτσι μόνο μπορεί να βρει εξήγηση το γεγονός ότι ο Πανσέληνος όχι μόνο αναπαράγει την τυπολογία των προσώπων που απεικονίζει τύπους κληρονομημένους από την αρχαιότητα, αλλά εκφράζει στο σύνολο του έργου βασικά χαρακτηριστικά της ουσίας του κλασικού.
                                                 
 
                                               Ο << άγνωστος>>  Μανουήλ  Πανσέληνος
             
                 Τις τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου, << της μεγάλης εκκλησίας του Αγίου Όρους>>, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στις πηγές, η προφορική και η από του 18ου αιώνος γραπτή παράδοση αποδίδει στο ζωγράφο κυρ Μανουήλ Πανσέληνο. Τη γραπτή αυτή αναφορά στο πρόσωπο του Πανσέληνου, καθώς και την παράδοση για την καταγωγή τού από την Θεσσαλονίκη, κατέγραψε στις αρχές του 18ου αιώνα ο ιερομόναχος και αγιογράφος Διονύσιος από τον Φουρνά των Αγράφων Ευρυτανίας. Ρώσοι και Σέρβοι περιηγητές, λίγα χρόνια αργότερα επιβεβαιώνουν την παραπάνω πληροφορία. Στο βιβλίο << Ερμηνεία της ζωγραφικής Τέχνης>> ο Διονύσιος  παρακινεί τους μαθητές του να παραδειγματιστούν και να μιμηθούν το έργο του Πανσέληνου.
               Με βάση λοιπόν τα στοιχεία που μας δίνει ο Διονύσιος συνάγεται ότι ο Πανσέληνος κατάγεται από την Θεσσαλονίκη και ότι πραγματοποίησε στο Άγιον Όρος τον τοιχογραφικό διάκοσμο περικαλλών ναών καθώς και τη φιλοτέχνηση ιερών εικόνων. Παράλληλα ο Διονύσιος αναφέρει ότι η ποιότητα της δουλειάς του Πανσέληνου ήταν τόσο υψηλή, ώστε ξεπέρασε σε φήμη τους παλιότερους  αλλά και τους σύγχρονους με αυτόν καλλιτέχνες.
               Σήμερα έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό, ότι ο ζωγράφος αυτός ήκμασε στο τέλος του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, διακόσμησε με το συνεργείο του το Πρωτάτο και εντυπωσίασε του σύγχρονούς του και τους κατοπινούς του όσο κανείς άλλος επώνυμος καλλιτέχνης του Βυζαντίου. Αποτέλεσμα της αξίας του , αλλά και της φήμης που απέκτησε ήταν, όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Ξενόπουλος , << το όνομά του να γίνει στο Άγιον Όρος αντιπροσωπευτικό , όχι των τοιχογραφιών ενός μνημείου, του Πρωτάτου, αλλά μιας ολάκερης εποχής, της εποχής των Παλαιολόγων, και μιας ζωγραφικής σχολής, της Μακεδονικής, που είχε στο κέντρο τη Θεσσαλονίκη>>.
                Οι περιηγητές του 19ου αιώνα, θαμπωμένοι από την ωραιότητα των τοιχογραφιών του, τον συνέκριναν με τον Τζιότι και τον Ραφαήλ. Σήμερα που η γνώση γύρω από τη βυζαντινή τέχνη αποκτά ολοένα και περισσότερο βάθος, μπορούμε να δούμε τον Πανσέληνο μέσα στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της εποχής του. Σε αυτό μας βοηθούν οι τοιχογραφίες των μνημείων της Θεσσαλονίκης και της μείζονος Μακεδονίας αλλά και οι τοιχογραφίες ναών της μεσαιωνικής Σερβίας, τους τέλους του 13ου αιώνα και της πρώτης εικοσαετίας του 14ου αι., που είναι αποδεδειγμένα έργα τεχνιτών από τη Θεσσαλονικη όπως του Μιχαήλ Αστραπά και του του Ευτυχίου.
                 Ο  Πανσέληνος, όταν εξεταστεί με τον τρόπο αυτό, παρουσιάζεται ως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης << Μακεδονικής Σχολής>>, στην περίοδο της ακμής της, και ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.
                 Σήμερα η επιστημονική έρευνα δέχεται ότι οι τοιχογραφίες του ναού του Πρωτάτου χρονολογούνται στο τέλος του 13ου αιώνα και αποτελούν το κορυφαίο έργο ενός καλλιτέχνη,  του Μανουήλ Πανσέληνου, που κατάγεται από την Θεσσαλονίκη και του οποίου το έργο στάθηκε πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερούς του.
                                                                          Η καταγωγή του
                  Η καταγωγή του Πανσέληνου από τη Θεσσαλονίκη έχει ενισχυθεί από το γεγονός ότι βασικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του έχουν αναγνωριστεί σε μνημεία της Θεσσαλονίκης, όπως είναι η περίπτωση των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου, στο ναό του Αγίου Δημητρίου, που χρονολογούνται από επιγραφή στα 1303. Οι τοιχογραφίες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερα στενή καλλιτεχνική συνάφεια με τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο ναό του Πρωτάτου. Η συγγένεια αυτή αναγνωρίζεται στον ήρεμο και μνημειακό χαρακτήρα των παραστάσεων που φαίνεται ότι έγιναν από τον Πανσέληνο και το συνεργείο του.
                  Η υψηλή ποιότητα του έργου του Πανσέληνου στο Πρωτάτο επηρέασε τόσο πολύ τους μεταγενέστερους του, ώστε η παράδοση αποδίδει στον Πανσέληνο όχι μόνο τις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, αλλά και όλων των άλλων ναών στο Άγιον Όρος. Θεωρείται πολύ πιθανόν ότι οι τοιχογραφίες του καθολικού της μονής Βατοπαιδίου που αναφέρονται στα Πάθη και στην Ανάσταση του Ιησού, λόγω της ομοιότητάς τους με αυτές του Πρωτάτου, είναι έργο του Πανσέληνου.
                Η παράδοση αυτή, παρά τον αναχρονισμό της, έχει καταγραφεί σε κείμενα που σώζονται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, αλλά και αλλού και δείχνει τη φήμη που άφησε πίσω του ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης.
 
                                                      πηγή: << Επτά ημερες>> εφημ. Καθημερινή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου