Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

O ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ --- γ΄μέρος

   

 
 
 
         Ιπποδρομίες, ασχέτως αν ήσαν «μαχητικές» ή όχι, εγίνοντο στην Κωνσταντινούπολι και τίς άλλες πόλεις τού κράτους κατά διάφορα χρονικά διαστήματα και έπ’ ευκαιρία διαφόρων γεγονότων. Κατ’ αρχήν βεβαίως υπήρχαν οι προγραμματισμένοι για ορισμένες ημέρες αγώνες, το «ιππικόν τού καταλόγου». Ετελούντο κατά τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές «εν ταις φαιδραίς τής των Χριστιανών πίστεως ημέραις» και κυρίως τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, το Πάσχα, των Αγίων Αποστόλων και τις άλλες σημαντικές ημέρες τής Χριστιανοσύνης. Πλην των θρησκευτικών όμως εορτών ό Ιππόδρομος λειτουργούσε και έπ’ ευκαιρία χαρμοσύνων διά την αυτοκρατορίαν γεγονότων. Τα γεγονότα αυτά, τα οποία καθορίζονται από την Έκθεσι Κωνσταντίνου τού Πορφυρογεννήτου, ήσαν το νατάλιον τού βασιλέως, ή ημέρα δηλαδή των γενεθλίων του, ή 11η  Μαΐου, επέτειος των γενεθλίων τής Κωνσταντινουπόλεως, ή τέλεσις βασιλικών ή πριγκιπικών γάμων, ή γέννησις ή η βάπτισις τέκνων τού βασιλέως κ.λπ.
               Ιπποδρόμιο επίσης εγίνετο και κατά την υποδοχή ξένων επισήμων, την τέλεσι θριάμβου και, πολλές φορές, όταν οι ειδήσεις από το μέτωπο δεν ήσαν ευχάριστες, για να περισπάται ή προσοχή τού λαού. Ιδιαιτέρως επίσημες ήσαν οι ιπποδρομίες τής Διακαινησίμου Εβδομάδας και τής 11ης  Μαΐου. Οι πρώτες ελέγοντο «χρυσούν Ιπποδρόμιον» εκ τού γεγονότος, ότι στους νικητάς ηνιόχους εδίδοντο ως έπαθλον χρυσά νομίσματα. Οι δεύτερες ονομάζοντο «λαχανικόν ιπποδρόμιον», γιατί μετά την λήξι τού αγώνος εμοιράζοντο στον λαό εντός τού σταδίου λάχανα, ψάρια και άφθονα γλυκίσματα. Υπήρχε και «μακελλαρικό ιπποδρόμιο», κατά το οποίο εμοιράζοντο κρέατα.
               Ανεξαρτήτως τού αν οι αγώνες ήσαν προγραμματισμένοι ή όχι, την εντολή τής διεξαγωγής των έπρεπε να δώση ό βασιλεύς, ό οποίος ηρωτάτο «ει κελεύει αχθήναι το ιππικόν». Μετά την έγκρισι άρχιζαν οι σχετικές προετοιμασίες. Και κατ’ αρχήν την παραμονή τής ιπποδρομίας εκρεμάτο στην κυρία είσοδο τού Ιπποδρόμου το λεγόμενο βήλον, πού, κατά μία άποψι, ήτο ή επίσημη βυζαντινή σημαία. Ή ανάρτησις τού βήλου εσήμαινε, ότι την επομένη θα διεξήγετο ιπποδρομία. Εν συνεχεία υπό την επίβλεψι τού επάρχου, πού ήταν σημειωτέον ό ανώτατος αστυνομικός άρχων τής Κωνσταντινουπόλεως και υπεύθυνος για την τάξι κατά την διάρκεια των αγώνων, εκαθαρίζετο ό στίβος και εστρώνετο με ρινίσματα κέδρου. Την ημέρα τής ιπποδρομίας και αφού προηγουμένως είχαν κληρωθή οι ίπποι και οι ηνίοχοι, οι οποίοι θα ελάμβαναν μέρος στον αγώνα και όλα ήσαν έτοιμα, ειδοποιείτο ό πραιπόσιτος, αυλικός αξιωματούχος, ότι έπρεπε να αρχίσουν οι αγώνες. Τούτο ανέφερε ό πραιπόσιτος στον βασιλέα. Ο τελευταίος αφού περνούσε από διάφορα ευκτήρια και άναβε κεριά, ανέβαινε από την μυστική σκάλα, τον «κοχλιό», στον κοιτώνα τού «Καθίσματος», δωμάτιο ευρισκόμενο πλησίον τής βασιλικής εξέδρας. Εκεί, εισήρχοντο οι λεγόμενοι βεστίτορες και τού φορούσαν την επίσημη βασιλική στολή. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ό λαός ανέμενε με αγωνιά τον αυτοκράτορα, ποσκαλώντας τον με τις φράσεις: «ανάτειλον ή ένθεος βασιλεία», «ανάτειλον ή εκλογή τής Τριάδος» κ.ά. Μετά τίς επιφωνήσεις των θεατών ό βασιλεύς ενεφανίζετο στο «σέντζο» και κρατών το άκρο τής χλαμύδος «εσφράγιζε» τρεις φορές τον λαό. Πρώτα τούς απέναντί του ευρισκομένους, έπειτα τούς Βενέτους, πού ευρίσκοντο δεξιά και εν συνεχεία τούς Πρασίνους, πού εκάθηντο αριστερά. Εν τω μεταξύ τα πλήθη, αναφωνούσαν με στεντορεία φωνή, κατά την Έκθεσιν Κωνσταντίνου τού Πορφυρογεννήτου, «Άγιος, άγιος, άγιος. Πολλά, πολλά, πολλά, πολλά έτη εις πολλά», Συγχρόνως οι φίλαθλοι παρατηρούσαν τον βασιλέα, για να διαπιστώσουν ποιας παρατάξεως, των Βενέτων ή των Πρασίνων, φέρει τα εμβλήματα, πράγμα πού εσήμαινε, ότι την παράταξι εκείνη υπεστήριζε. Στην συνέχεια ό λεγόμενος μαππάριος, ευρισκόμενος στο μέσον τού Ιπποδρόμου έδιδε το σύνθημα, οπότε άνοιγαν οι πόρτες και οι ηνίοχοι κατελάμβαναν τις θέσεις τους επί τής χαραγμένης επί τού εδάφους λευκής γραμμής. Ή εμφάνισις των αρμάτων προκαλούσε παραλήρημα ενθουσιασμού και μυριόστομος ακολουθούσε ή ευχή τού όχλου: «άρτι και άρτι, Κύριε, βοήθησον».
               Μετά την εκκίνησι οι τέσσερις ηνίοχοι, προσπαθούσαν, όπως είναι φυσικό, να έλθουν πρώτοι. Κατά την διάρκεια τής διαδρομής το ένα άρμα προσπαθούσε να ανατρέψη το άλλο. Μεγάλη επιτυχία εθεωρείτο για τον αναβάτη να καταστρέψη το άρμα τού αντιπάλου του. Κατά την συμπλοκή των αρμάτων οι ηνίοχοι αλληλοεκτυπώντο με τον αγριώτερο τρόπο. Ο πρώτος προσπαθούσε να εμποδίση τούς όπισθεν ερχομένους να τον προσπεράσουν. Εκείνοι πάλι ηγωνίζοντο να τον πλησιάσουν και να τού βγάλουν την περικεφαλαία, το κασσίδιον, όπως την έλεγαν οι Βυζαντινοί. Η αποκασσίδωσις αποτελούσε, κατά τον κανονισμό τού Ιπποδρόμου, ήττα. Το αυτό ίσχυε και εάν το κασσίδιον έπεφτε μόνο του κατά την διάρκεια τής διαδρομής. Ιδιαιτέρως εδοκιμάζετο ή ικανότης των αρματοδρόμων, όταν περνούσαν τον λεγόμενο καμπτόν. Εκεί έπρεπε με επιδεξιότητα να μαστιγώνεται ό δεξιός ίππος, ό οποίος θα διέτρεχε μεγαλύτερο κύκλο και να συγκρατήται ό αριστερός, ώστε το άρμα να μή ανατραπή. Νικητής ανεκηρύσσετο ό ηνίοχος, ό οποίος διέτρεχε επτά σπάτια, επτά δηλαδή πλήρης κύκλους και ετερμάτιζε πρώτος.
               Αυτονόητο είναι, ότι συχνά ήσαν τα θανατηφόρα ατυχήματα με θύματα κυρίως αρματοδρόμους, αλλά ενίοτε και απρόσεκτους θεατάς. Πολλά επίσης άρματα κατεστρέφοντο ιδίως στον καμπτόν λόγω ανατροπής των. Μετά την πρώτη ακολουθούσαν τρεις ακόμη ιπποδρομίες, τρία «βαΐα», όπως ελέγοντο, επειδή στους νικητάς πλην των άλλων εδίδοντο ως έπαθλον και Βάϊα, δηλαδή κλάδοι φοίνικος. Εις τα τέσσαρα βαΐα πού διεξήγοντο μέχρι τής μεσημβρίας ελάμβαναν μέρος δεκαέξη άρματα. Μετά την λήξι τού τελευταίου βαΐου, ό βασιλεύς ανεχώρει προς το πλησίον τού «καθίσματος» υπνοδωμάτιον, όπου, αφού έβγαζε την επίσημη στολή συνέτρωγε με τούς άρχοντες στο τρίκλινο. Εν συνεχεία αποχωρούσε προκειμένου να αναπαυθή ώστε να παρακολουθήση και το απογευματινό ιπποδρόμιο, πού σε τίποτε δεν διέφερε τού πρωινού. Εν τω μεταξύ οι θεαταί, και έφ’ όσον βεβαίως υπήρχε και απογευματινό βαΐο, παρέμενον στις θέσεις τους. Από τον Ιππόδρομο αναχωρούσαν αργά το βράδυ «υπό λαμπάσι και λύχνοις», κατά την έκφρασι τού Χρυσοστόμου.
                Προηγουμένως, μετά την λήξι των αγώνων και την ανακήρυξι των νικητών, ό λαός επευφημούσε διά των φράσεων: «καλώς ήλθες, Ουράνιε» εάν ό νικητής ήταν Βένετος, «καλώς ήλθες Ολύμπιε μετά νίκης», εάν ό νικητής ήταν Πράσινος. Έπειτα οι νικηταί και οι οπαδοί τους εστέκοντο προ τού βασιλέως και τού απηύθυναν την εξής ευχή: «Πολλά, πολλά, πολλά, πολλά έτη εις πολλά:
Πολλοί υμίν οι χρόνοι ή ένθεος βασιλεία, πολλοί υμίν οι χρόνοι ό δείνα και ό δείνα Αυγούσται των Ρωμαίων, πολλοί υμίν οι χρόνοι, δεσπόται συν ταις αυγούσταις και τοις πορφυρογεννήτοις». Εν συνεχεία παρακαλούσαν τον αυτοκράτορα πρώτον μεν να στεφανώση τούς νικητάς και δεύτερον να επιτρέψη να εορτάσουν με χορούς την νίκη. «Στεφανώσατε τούς δούλους υμών, ει κελεύετε» και «αίτησιν μιαν έχομεν οι δούλοι υμών απέλθωμεν χορεύσαι». Μετά τίς επευφημίες και τίς ευχές προς τον βασιλέα, ό ακτουάριος, έδινε κάτω από το βασιλικό «κάθισμα» τα βραβεία στους νικητάς. Κατά την διάρκεια τής απονομής των επάθλων οι κράχτες των νικητών απηύθυναν και πάλι ευχές προς τον αυτοκράτορα, παρακαλούντες τον Θεό να σώζη «το ορθόδοξον κράτος, τούς δεσπότας και τας αυγούστας των Ρωμαίων». Μετά την απονομή των βραβείων, πού ήσαν εκτός από στεφάνι φοίνικος, νομίσματα, φορέματα και πολλάκις και αργυρούς στέφανους, κατ’ εντολήν τού βασιλέως επετρέπετο στους νικητάς «χορεύσαι εκτάκτως», οπότε εκείνοι χορεύοντες, τραγουδούντες συρίζοντες και με κάθε τρόπο εκδηλώνοντες την χαρά των, έφθαναν στην Μέση, την κεντρική λεωφόρο τής Κωνσταντινουπόλεως. Όταν τελείωνε το ξεφάντωμα χαράς, όλοι μαζί πήγαιναν στην εκκλησία να ευχαριστήσουν τον Θεό για την νίκη τους.
           Και τώρα οι ηνίοχοι. Συνήθως ήσαν δούλοι, ή πρόσωπα τής κατωτάτης κοινωνικής τάξεως, χωρίς να αποκλείωνται και Ευγενείς πολίται και βασιλείς ακόμη, όπως ό Μιχαήλ Γ’, περί τού οποίου προαναφέραμε, ότι ήταν δεινός αρματηλάτης. Γενικώς το επίσημο κράτος τούς ηνιόχους θεωρούσε «Πρόσωπα άσεμνα», απαγόρευε την τοποθέτησι εικόνων των σε χώρους άλλους πλην τού Ιπποδρόμου και εθεωρούσε ύβρι το να ονομασθή Κάποιος ηνίοχος. Το αντίθετο συνέβαινε με τούς φανατικούς φίλους των ιπποδρομιών, για τούς οποίους οι αρματοδρόμοι, όπως ακριβώς και οι σημερινοί ποδοσφαιρισταί, αποτελούσαν αληθινά ινδάλματα.
              Οι περισσότεροι από τούς ηνιόχους, άνθρωποι, όπως είπαμε, τής κατωτάτης τάξεως, ήσαν κατ’ εξοχήν προληπτικοί. Πολλοί κατέφευγαν σε μάγους, προκειμένου να εξασφαλίσουν νίκη κατά των αντιπάλων των. Ο Γρηγόριος ό θεολόγος βεβαιώνει, ότι οι ηνίοχοι «καλούσι δαιμόνων πονηρίαν», ενώ ό Χρυσόστομος αναφέρεται εις «έργα από μαγγανείας γινόμενα». Από αγιολογικό κείμενο γίνεται γνωστό, ότι κάποιος ηνίοχος, ονόματι Ιταλικός, υποψιασθείς, ότι είχε πέσει θύμα μαγείας, κατέφυγε στον Όσιο Ιλαρίωνα, για να τού λύση τα μάγια. Ο Όσιος, αφού εγέμισε ένα ποτήρι με νερό εκάλεσε τον Ιταλικό να κοιτάξη. Έκπληκτος εκείνος είδε τούς ίππους και τα άρματα καταδεδεμένα. Σε άλλη περίπτωση, την οποία ό Κουκουλές αναφέρει στους «Μεσαιωνικούς και Νεοελληνικούς καταδέσμους» στην σφενδόνη τού Ιπποδρόμου τής Κωνσταντινουπόλεως ανεκαλύφθη αγγείο με μαγικούς καταδέσμους. Κακόν οιωνό εθεωρούσαν οι ηνίοχοι και το να συναντήσουν κληρικό προ τού αγώνος. Τόση ήταν ή πίστις τους στην δύναμι τής μαγείας, ώστε κατέφευγαν σε μάγους, παρά την αυστηρότητα τής νομοθεσίας ή οποία προέβλεπε και την εσχάτη ακόμη των ποινών.
       
ΣΑΡ. Π. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ  Ύπαστυνόμος Α’


Πηγή: Περιοδικό Ιστορία, τευχ. 67, Ιανουάριος 1974.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου