Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Η εκπαίδευση στα Βυζαντινά χρόνια του Λεωνίδα Ν. Λυμπέρη

 
 
 
 
Η εκπαίδευση στα Βυζαντινά χρόνια. Ο συνδετικός κρίκος του αρχαίου με το νεότερο Ελληνισμό
                                                        Λεωνίδας Ν. Λυμπέρης
1. Εισαγωγή
           Η εργασία μας αυτή έχει ως αντικείμενο την εκπαίδευση στα χρόνια του Βυζαντίου. Η παιδεία και η αγωγή, ο τρόπος δηλαδή διαπαιδαγώγησης των νέων, σχηματοποιούνται πάντα στο πλαίσιο της εκάστοτε πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελώντας την αντανάκλαση των ιδανικών και των προβληματισμών της.
            Θεωρούμε σημαντικό να μελετήσουμε το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο λειτούργησε επί έντεκα αιώνες περίπου, κληρονομώντας, όπως είναι φυσικό, την ελληνιστική παράδοση. Το
Βυζάντιο αποτελεί σημαντικό ιστορικό σταθμό στην πορεία του ελληνικού έθνους, καθώς προβάλλεται ως ο συνδετικός κρίκος του αρχαίου με το νεότερο Ελληνισμό, ο οποίος και διατηρεί απαρασάλευτη την ιστορική του συνέχεια. Ακόμη, το Βυζάντιο ελκύει το ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημόνων διεθνώς, διότι αποτέλεσε το πιο μακροχρόνιο κέντρο διεθνούς ισχύος κι επιρροής στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού (Παπασωτηρίου, 2000).
            Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στην αξία που είχε η μόρφωση στη βυζαντινή κοινωνία και στη φιλοσοφία και στις στοχοθεσίες που επεδίωκαν, μέσα από την εκπαίδευση, το κράτος και η εκκλησία. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε τους κύκλους σπουδών στο βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, παρουσιάζοντας την προπαιδεία (στοιχειώδη εκπαίδευση) και την εγκύκλιο παιδεία (μέση εκπαίδευση). Θα εξετάσουμε ακόμη πώς αντιμετώπιζαν τη μόρφωση των κοριτσιών στο Βυζάντιο και θα παραθέσουμε ονόματα γυναικών που διακρίθηκαν για την ευρύτατη πνευματική τους καλλιέργεια. Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στη γραφική ύλη και στα συγγράμματα που χρησιμοποιούσαν.Θα περιγράψουμε τα Βυζαντινά Σχολεία και τον τρόπο λειτουργίας τους.Ακολούθως θα παρουσιάσουμε το πρότυπο του καλού δασκάλου και τις παιδαγωγικές του πρακτικές. Θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια τον τρίτο κύκλο σπουδών στην ανώτερη εκπαίδευση με τις σχολές και τα πανεπιστήμια που λειτουργούσαν. Θα παρουσιάσουμε την πνευματική ζωή του Βυζαντίου και μερικούς από τους πολυμαθείς και δραστήριους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής εκείνης. Κλείνουμε με κάποια συμπεράσματα τόσο για τη συμβολή των Βυζαντινών μέσα από την εκπαίδευση στη διάσωση της κλασικής κληρονομιάς, όσο και στην προσφορά μεγάλου αριθμού έργων των Βυζαντινών στον πολιτισμό μας, στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό.
 
2. Η αξία της μόρφωσης στα Βυζαντινά χρόνια
         Στο Βυζάντιο η καλή μόρφωση ήταν μεγάλη αξία για κάθε πολίτη. Η αγωγή θεωρούνταν ως «τέχνη τεχνών και επιστήμη των επιστημών», η δε εκπαίδευση «των παρ’ ημίν αγαθόν το πρώτον». Εγκωμίαζαν αυτούς πού το πνεύμα τους ήταν καλλιεργημένο και είχαν πολλές γνώσεις. Τους αμαθείς συνεχώς τους κορόιδευαν. Γι’ αυτό το λόγο οι γονείς παροτρύνονταν να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους, δεν είναι όμως και λίγες οι περιπτώσεις παιδιών που εκφράζουν παράπονα κατά των γονιών τους, επειδή δεν τα εκπαίδευσαν. Το ρήμα «εκπαιδεύω» στα βυζαντινά χρόνια λεγόταν ανάγω και η εκπαίδευση αναγωγή. Αυτός που δε διέθετε εκπαίδευση ονομαζόταν ανάγωγος και ο αγράμματος λεγόταν αναλφάβητος (Κουκουλές Φ., 1948). Την απαιδευσία, την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας, τη θεωρούσαν ατύχημα και συμφορά. Μέσα από την εκπαίδευση το κράτος φρόντιζε να μορφώσει τους λειτουργούς του και η εκκλησία αντίστοιχα τους κληρικούς της (Angold M., 1997). Αυτό που διαφαίνεται επίσης είναι ότι ένα ποσοστό ανθρώπων που δεν εντάσσονται ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία επεδίωκαν τη μόρφωση αφιλοκερδώς, χωρίς δηλαδή να αποβλέπουν στο οικονομικό κέρδος. Διαφαίνεται βέβαια και ο βαθμός της μόρφωσης ή της αμάθειας των μαζών, αυτών που δεν εμφανίζονται ποτέ στο προσκήνιο της ιστορίας.
          Στο Βυζάντιο, η φοίτηση στο σχολείο ήταν προαιρετική. Φοιτούσαν δηλαδή στο σχολείο μόνο όσοι ήθελαν και μπορούσαν. Υπήρχαν μόνοιδιωτικά σχολεία και γι΄ αυτό η εκπαίδευση ήταν προνόμιο των λίγων. Στα πολυπληθέστερα στρώματα του λαού οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι. Υπήρχαν και αρκετοί που ήξεραν ανάγνωση και γραφή. Οι πραγματικά μορφωμένοι όμως ήταν λίγοι και ακόμη λιγότεροι αυτοί που κέρδιζαν όσα χρειάζονταν για να ζήσουν χάρη στην παιδεία και στις
γνώσεις που είχαν αποκτήσει από τα σχολεία (δάσκαλοι, νοτάριοι, γιατροί, κληρικοί, αξιωματούχοι του παλατιού και εισπράκτορες των φόρων).
3. Κύκλοι σπουδών
          Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, τόσο στη δομή όσο και στην οργάνωσή του, κληρονόμησε και συνέχισε την ελληνιστική παράδοση σχεδόν χωρίς διαφοροποιήσεις. Καθ' όλη τη μακρά διάρκεια του Βυζαντίου παρέμεινε περίπου το ίδιο, αναδεικνύοντας βέβαια η εκπαίδευση και τα τοπικά της χαρακτηριστικά. Αποτελείτο από τρεις κύκλους σπουδών:
           Την προπαιδεία ή ιερά γράμματα (στοιχειώδη εκπαίδευση), την οποία αναλάμβανε κυρίως η Εκκλησία διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα ιερά γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, έχοντας όμως σημαντικό ρόλο και στις άλλες βαθμίδες
της εκπαίδευσης.
           Την εγκύκλιο παιδεία (μέση εκπαίδευση), για την οποία ενδιαφερόταν περισσότερο η Πολιτεία, αφού από εκεί θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους.
           Την ανώτερη εκπαίδευση, για την οποία μεριμνούσαν και την ενίσχυαν οικονομικά η Εκκλησία και η Πολιτεία. Ο αυτοκράτορας είχε άμεσο έλεγχο των λειτουργιών του πανεπιστημίου τόσο όσον αφορά την υλικοτεχνική υποδομή όσο και τα θέματα προσωπικού και φοιτητών.
 
4. Η Στοιχειώδης Εκπαίδευση
          Η προπαιδεία αντιστοιχούσε στο σημερινό δημοτικό και διαρκούσε τρία ως τέσσερα χρόνια. Τα παιδιά συνήθως πήγαιναν στο σχολείο ανάμεσα στα έξι και τα οχτώ χρόνια . Παρακολουθούσαν το πρόγραμμα διδασκαλίας από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Το Ψαλτήρι αποτελούσε βασικό βιβλίο διδασκαλίας. Διδάσκονταν Ανάγνωση, Γραφή, Γραμματική ή «το ελληνίζειν την γλώσσαν» και Αριθμητική από το Γραμματιστή, δηλαδή το δάσκαλο των πρώτων γραμμάτων, ο οποίος δε διέθετε αρκετά τυπικά προσόντα. Μαζί του τα παιδιά μάθαιναν να διαβάζουν συλλαβές και σιγά – σιγά κείμενα που θα έπρεπε να τα γράφουν ασφαλτί, δηλαδή χωρίς λάθη. Παροιμιώδης ήταν η αυστηρότητα του δασκάλου και οι ατέλειωτες επαναλήψεις και αποστηθίσεις (Mango C., 1988).
          Ο δάσκαλος έπρεπε να είναι διδακτικός, να έχει δηλαδή τη διδακτική ικανότητα ή το χάρισμα. Ακόμη να προχωρεί τη διδασκαλία από τα ευκολότερα στα δυσκολότερα, από τα γνωστά στα άγνωστα, προσθέτοντας τις νέες γνώσεις με μικρά βήματα και όχι συσσωρευμένα, ώστε να μπορούν οι μαθητές να κατανοούν και να απομνημονεύουν, αφού προηγουμένως βεβαιωθεί ότι γνωρίζουν τα
παλαιότερα γνωστικά αντικείμενα. Η διδασκαλία έπρεπε να προκαλεί ευχαρίστηση στους μαθητές. Χαρακτηριστικό του καλού δασκάλου ήταν, όταν οι μαθητές δεν κατανοούσαν κάτι, να επανέρχεται σ’ αυτό για να τοερμηνεύσει και να συμβουλεύσει τους απρόσεχτους μαθητές. Έτσι το ερμηνεύω έφτασε να σημαίνει σε μεταγενέστερους αιώνες συμβουλεύω (Κουκουλές Φ., 1948).
            Από τα χρόνια της αρχαιότητας έως και τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες επικρατούσε η μεγαλογράμματη γραφή: κεφαλαία γράμματα, χαραγμένα ή γραμμένα ξεχωριστά το ένα από το άλλο, χωρίς τόνους, πνεύματα και σημεία στίξης. Στα τέλη όμως του 8ου αιώνα εμφανίζεται η μικρογράμματη γραφή, η οποία χρειάζεται λιγότερο χώρο, κι έτσι τα βιβλία έγιναν μικρότερα και πιο ευκολοδιάβαστα. Εξέλιξη της μικρογράμματης γραφής αποτελεί η γραφή που χρησιμοποιούμε σήμερα. Στην αριθμητική, δηλαδή το «ψηφίζειν», μετρούσαν με τα δάχτυλά τους ή χρησιμοποιούσαν μικρές πέτρες, για να κάνουν τις τέσσερις πράξεις: επισώρευσιν (πρόσθεση), αφαίρεσιν, πολλαπλασιασμόν και επιμερισμόν (διαίρεση).
            Τα σχολικά προγράμματα και οι σχολικές μέθοδοι έμειναν αμετάβλητα σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησίμευαν δωμάτια που βρίσκονταν κοντά σε ναούς, όπως επίσης και οικήματα κοντά σε μοναστήρια. Η μέριμνα γι’ αυτά τα σχολεία, τα οποία λειτουργούσαν και σε μικρά χωριά, επαφίετο στις κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές και στις κοινότητες.

Αναδημοσίευση απο τα        <<ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ>> τεύχος 107-108



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου