Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Η ελληνοχριστιανική σύζευξη


 
                Κατά τον Α. Βασίλιεφ,<< ο Χριστιανισμός και ο παγανιστικός ελληνισμός αναμίχτηκαν βαθμιαία και διαμόρφωσαν έναν ανατολικό, ελληνο-χριστιανικό πολιτισμό, αργότερα γνωστό ως βυζαντινό. Το κέντρο του ήταν η νέα πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κωνσαταντινούπολη.
            Ο Οστρόφσκι συμπεραίνει ότι <<οι ρωμαϊκής πολιτικές ιδέες, ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη ήταν τα κύρια στοιχεία που καθόρισαν την εξέλιξη του Βυζαντίου. Χωρίς και τα τρία μαζί ο βυζαντινός τρόπος ζωής δε θα ήταν κατανοητός. Ήταν η ολοκλήρωση του ελληνιστικού πολιτισμού και η χριστιανική θρησκεία μέσα στο ρωμαικό αυτοκρατοιρκό πλαίσιο που έδωσαν γέννηση στο ιστορικό φαινόμενο το οποίο γνωρίζουμε ως <<Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αυτή η σύνθεση έγινε δυνατή από το αυξανόμενο ενδιαφέρον της ρωμαικής αυτοκρατορίας για την Ανατολή, πράγμα που έκανε αναγκαίο η κρίση του 3ου αιώνα>>.
 
            Για τον πολυεθνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, ενδεικτικά τα λόγια του Ι. Καραγιαννόπουλου: << Η ιστορία των πρώτων αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας φαίνεται εκ πρώτης όψεως και είναι ως ένα σημείο η ιστορία ενός πολυεθνικού κράτους που αποτελείται από διάφορα εθνολογικά στοιχεία. Αυτό όμως αποτελεί και το μεγαλείο του Βυζαντίου: ότι η αυτοκρατορία του Βοσπόρου ήταν μόρφωμα κρατικό, με ρίζες και αποστολή ιδιαίτερα οικουμενικές. Δεν περιοριζόταν στα στενά εθνολογικά πλαίσια ενός λαού, παρά αγκάλιαζε την οικουμένη. Το υπερθνικό ή καλυτέρα διεθνικό αυτό κράτος όμως, δεν παρουσιάζεται σαν ξερό πλαίσιο, όπου οι διάφορες εθνότητες κινούνται ανεξάρτητα η μια από την άλλη. Αποτελεί μάλλον μια χοάνη που συνθέτει κάθε είδους ροπές και επιδράσεις στο στοχασμό, τη θρησκεία, την τέχνη, ροπές και επιδράσεις που κατορθώνει τελικά να μετουσιώσει για να πετύχει έτσι την ελληνική –βυζαντινή σύνθεση>>.
       Ο  Arnold Toynbee, ιστορικός σημειώνει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική»
 
          Για το ρόλο του ελληνικού στοιχείου ο  H.-G. Beck, ιστορικός γράφει:
         «Η αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή» επειδή η κατακτημένη Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και μπορούσε πια να θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση, που αρχικά της ήταν τόσο ξένες, ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να σταδιοδρομήσει, και να διαπρέψει χωρίς να είναι πια ανάγκη να αφήνει τα κοινά στους Λατίνους».
 
           Ο L. Brehier, ιστορικός υπογραμμίζει και αυτός τα τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά της βυζαντινής αυτοκρατορίας :
         «Το Βυζαντινό κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλ’ έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν» .
 
           Ο J. B. Bury, ιστορικός θεωρεί ότι «Ο πολιτισμός του Βυζαντινού κράτους έχοντας βαθειές ρίζες στο παρελθόν, ήταν η τελευταία φάση του ελληνικού πολιτισμού» .
         Σε διεθνές συνέδριο Βυζαντινολογίας «επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ Byzantinistik και Neogräzistik, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο και Νέος Ελληνισμός μια αποτελούν ενότητα.
 
         Την ύπαρξή του το ελληνικό έθνος τη χρωστά στο Βυζάντιο κατά το ν F. Gregorovius, ιστορικό: «Διὰ τῆς κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεσώθη ἡ περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ. Πράγματι, δ’ ἄνευ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Πελοπόννησος ἤθελον κατακτηθῆ καὶ οἰκισθῆ ὑπὸ ξένων βαρβάρων ἐθνῶν».
 
          Ο καθηγητής Ν. Σβορώνος, ιστορικός γράφει :
         «Δεν μπόρεσα να κάνω ποτέ μου το διαχωρισμό ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον νέο ελληνισμό. Ο ελληνικός λαός στον Μεσαίωνα στην Αν. Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «γίνεται ο κυρίαρχος λαός ενός νέου πολιτικού σχηματισμού»
          Ο  ελληνικός χαρακτήρας της Ρωμ. Αυτοκρατορίας «εδραιώνεται όλο και περισσότερο», «η διοίκηση [της Ρωμανίας] περνάει στα χέρια των Ελλήνων και των εξελληνισμένων και «ο ρωμαϊκός χαρακτήρας [του Βυζ. Κράτους] μετατρέπεται σε ένα μακρινό και ουσιαστικό ιδεώδες» ιδίως μετά τον Ιουστινιανό.
         «Τα στοιχεία της αδιάκοπης πολιτιστικής και ως ένα σημείο της εθνολογικής συνέχειας…εμποδίζουν να δούμε στον μεσαιωνικό Ελληνισμό έναν νέο λαό, μια καινούργια εθνότητα, άσχετη, ή με κάποια μόνο μακρινή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά μας κάνουν να βλέπουμε σε αυτόν μια νέα φάση του ίδιου λαού».
 
          Ο Ρ. Αποστολίδης, φιλόλογος κάνει λόγο για «τη λεγόμενη Ανατολική μετά, τη Βυζαντινή μας Αυτοκρατορία τη μεστή ελληνισμού».
 
            Ο Κ. Κρουμμπάχερ, φιλόλογος, ξεκάθαρα ομιλεί για τον ελληνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου: «ήτο του ελληνισμού το κράτος εν τη αυτοκρατορία» και «Ρωμαίος εσήμαινε, εν τέλει τον Έλληνα»  και  «Την ηγεμονία διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας των έρρεε μία σταγών περισσότερο ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου    ελληνικού» .
 
            Ο Sture Linner, ιστορικός γράφει :
         «Ακόμα και οι ερευνητές που αρνούνται την ιδέα μιας απόλυτης συνέχειας στο Βυζάντιο, θα πρέπει να πιστοποιήσουν ότι στην Ανατολή υπήρχαν περισσότερα στοιχεία της αρχαιότητας απ’ ό,τι στη Δύση»
          «Ανεξάρτητα από το πώς θέλει να δει κανείς τον βυζαντινό πολιτισμό σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό, συνήθως τον βλέπει σαν μια ενότητα».
         «Οι Βυζαντινοί...είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος»
 
            Οι H. Baynes-H.St.L.B. Moss, ιστορικοί, ομιλούν για την ελληνική παιδεία, τη χριστιανική θρησκεία και την παράδοση του ελληνικού πολιτισμού:
          «Είναι αδύνατον να προβληθή αντίρρηση για τη συνέχεια του βυζαντινού πολιτισμού. Μέσα στην αυτοκρατορία η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια τω διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων. Εκείνοι που θα ζητούσαν να επιβάλλουν τη γνώμη ότι σε κάποια εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου υπάρχει κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, ότι κάτι το εντελώς νέο εμφανίστηκε, οφείλουν τουλάχιστο να παραδεχτούν ότι ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας δεν εγνώρισε τέτοια διακοπή. Διατηρήθηκε επίμονα ώς το τέλος της αυτοκρατορίας»
 
 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου