Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Αγνωστη παλαιοχριστιανική βασιλική με εντυπωσιακά ψηφιδωτά

 

«Στο φως» ψηφιδωτό - κόσμημα με δελφίνια και φυτά
 
               Ένας σεισμός την κατέστρεψε, μία νεροποντή την αποκάλυψε. Ο λόγος για μία άγνωστη ως σήμερα, μεγάλων διαστάσεων παλαιοχριστιανική βασιλική με βοηθητικά προσκτίσματα, που ήρθε στο φως στην παραλία Λιβανατών, στα 70 χιλιόμετρα από τη Λαμία, σε έναν ιδιόκτητο ελαιώνα, ύστερα από ισχυρή νεροσυρμή που έφερε στην επιφάνεια κατ΄ αρχάς ένα μικρό τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου. Ηταν μόνον η αρχή.
            
             Η σωστική έρευνα της 24ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου δρ Γεωργίου Κακαβά, διευθυντή σήμερα του Νομισματικού Μουσείου Αθήνας θα αποκάλυπτε ένα εντυπωσιακό, θρησκευτικό, κτιριακό σύνολο του 5ου μ. Χ. αιώνα κοσμημένο σε μεγάλη έκταση από περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα με πολύχρωμα γεωμετρικά, φυτικά και ζωικά θέματα και επιπλέον, σε περίοπτη θέση, με την ψηφοθετημένη κτητορική επιγραφή του: ΥΠΕΡ EYXHC ΚΕ CΩΤΗΡΙΑC… / ΕΑΥΤΟΥ ΚΕ ΠΑΝΤΟC ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ [ΑΥΤΟΥ]… / Ο ΘΑΥΜ (ΑCΙΩΤΑΤΟC) ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΩΝ EKTICEN…

              «Τα ανασκαφικά δεδομένα και κυρίως η επιγραφή, ο λίθινος στυλοβάτης πάνω στον οποίο πακτωνόταν το τέμπλο, τα μαρμάρινα τμήματα κιόνων και κιονίσκων, τα θραύσματα των καλοδουλεμένων υαλοπινάκων και κεράμων στέγασης, οι ευρείς στέρεοι τοίχοι, ο προσανατολισμός και η δομή του κτίσματος επιτρέπουν την υπόθεση ότι πρόκειται για μία παλαιοχριστιανική βασιλική. Επιπλέον η υψηλή τέχνη και η στερεή τεχνική των ψηφιδωτών σε συνδυασμό με την εκπληκτική ποικιλοχρωμία και τη φυσιοκρατική απόδοση των θεμάτων τους, μας οδηγούν να αποδώσουμε την κατασκευή τους σε τεχνίτες, ψηφιδογράφους και ψηφοθέτες, μέλη ενός καλά οργανωμένου εργαστηρίου, που δρούσε πιθανότατα στην ευρύτερη περιοχή κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα», είπε χθες κατά την ομιλία του - ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας - στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ο κ. Κακαβάς.

               Οπως περιέγραψε μάλιστα ο ίδιος η ανασκαφή, που έγινε το 2009 αποκάλυπτε καθημερινά, πολύχρωμα ψηφιδωτά δάπεδα υψηλής τέχνης και τεχνικής με πέρδικες εξαιρετικής ευκρίνειας, δελφίνια, ψάρια, σουπιές, χέλια, χτένια, πολύχρωμα φυτά και σύνθετα γεωμετρικά κοσμήματα. Ξεχωριστό ήταν το ενδιαφέρον της κτητορικής επιγραφής, η οποία είναι γραμμένη στα ελληνικά μέσα σε «tabula ansata» (ρωμαϊκό σχήμα πινακίδας με λαβές) πίσω από την είσοδο του ιερού βήματος. Και όπως προκύπτει από αυτήν κτήτορας ήταν κάποιος, που κατείχε το τιμητικό αξίωμα του «θαυμασιωτάτου», τίτλο που έφεραν οι χαμηλόβαθμοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι ή κάποιοι διαπρεπείς τοπικοί άρχοντες από τον 4ο έως και τα τέλη του 5ου μ. Χ. αιώνα.
 
                Η κατάρρευση της βασιλικής από σεισμό εξάλλου απασχόλησε ιδιαίτερα την αρχαιολογική έρευνα, δεδομένου ότι θεωρείται πιθανό να συνέβη αυτό από τον ισχυρό σεισμό του 551, που δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα καταγεγραμμένα, μετασεισμικά θαλάσσια κύματα, ένα τσουνάμι δηλαδή. Και πράγματι, ο ιστορικός Προκόπιος περιγράφει έναν ισχυρό σεισμό, που έπληξε το 551 την κεντρική Ελλάδα, από τον Κρισαίο κόλπο και τη Βοιωτία έως την Ανατολική Λοκρίδα και τις ακτές του Μαλιακού κόλπου, ο οποίος μάλιστα, συνοδευόμενος από πελώρια θαλάσσια σεισμικά κύματα προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο έδαφος, κατέστρεψε πολλά χωριά, ισοπέδωσε οκτώ πόλεις και βύθισε στη θάλασσα πολλά από τα οικοδομήματά τους.
 
             «Ήταν εκείνη τη χρονική περίοδο που εξωπραγματικοί ασυνήθιστοι σεισμοί έγιναν στην Ελλάδα, όπου και στη Βοιωτία και στην Αχαΐα και στην περιοχή του Κρισαίου κόλπου, δηλαδή του κόλπου της Ιτέας, ταρακουνήθηκαν άσχημα», γράφει ο Προκόπιος. Και πιο κάτω: «Η γη σε πολλά σημεία άνοιξε και χάσματα δημιουργήθηκαν. Στον κόλπο ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Βοιωτία ένα ξαφνικό θαλάσσιο κύμα έπληξε τις πόλεις του Εχίνου και της Σκάρφειας. Προχωρώντας μέσα στην ξηρά κατέκλυσε τις πόλεις και τις ισοπέδωσε ακαριαία. Και για πολύ καιρό η ενδοχώρα ήταν πλημμυρισμένη κατά αυτό τον τρόπο, τόσο που οι άνθρωποι για αρκετό χρονικό διάστημα μπορούσαν να περπατούν στα νησιά του κόλπου, από τη στιγμή που το νερό της θάλασσας, είχε εγκαταλείψει τη σωστή του θέση και σκορπίστηκε προς την ξηρά, κατά περίεργο τρόπο ως τα βουνά...».
 
              Οπως είπε εξάλλου ο κ. Κακαβάς «Πολλοί σύγχρονοι ειδικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η περιγραφή του Προκοπίου καταγράφει μια σεισμική διέγερση σε ευρεία περιοχή της κεντρικής Ελλάδας και μπορεί να αποδοθεί σε τρεις σεισμικές ακολουθίες με τρεις αντίστοιχους κύριους σεισμούς και μετασεισμικές δονήσεις: στον κόλπο του Μαλιακού με ένταση 6.7 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, στο βορειοανατολικό Κορινθιακό κόλπο με ένταση 7.0 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ και στον Πατραϊκό κόλπο με ένταση 6.5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ». Σύμφωνα με τον ίδιο τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν και ως τώρα ανασκαφικά δεδομένα στην περιοχή της Ανατολικής Λοκρίδας καθώς αποδεικνύεται ότι παρήκμασαν ή καταστράφηκαν ολοσχερώς πολλές πόλεις.
 
                                                                                                       εφημ. Το Βήμα 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Τι είναι η Ρωμηοσύνη, Φώτη Κόντογλου

 
 
 
                                      Τι είναι η Ρωμηοσύνη, Φώτη Κόντογλου

.               ...Το Βυζάντιο στάθηκε αληθινά «σημείον αντιλεγόμενον» μέσα στην ιστορία, ένα πράγμα που βρίσκεται έξω από τον τύπο που έχουν τα συστήματα της ανθρώπινης κοινωνίας.
                 Το Βυζάντιο γι' άλλους ήτανε πολύ σπουδαίο, όχι μονάχα στη θρησκευτική ζωή, αλλά και στην κοσμική, ένας παραμυθένιος κόσμος, ενώ γι' άλλους πάλι ήτανε η παραμόρφωση του αρχαίου κόσμου. Αυτοί όμως που το θεωρήσανε σαν παρακμή της αρχαιότητας, το κρίνανε με κάποια μέτρα που είναι αταίριαστα με αυτό που κρίνανε.
                  Το Βυζάντιο ήτανε ένα φαινόμενο στο έπακρο ιδιόρρυθμο.
..........................................................................................................................................
               Οι άνθρωποι που ζούσανε στο Βυζάντιο, μ' όλο που πολλοί απ' αυτούς βαστούσανε από το ίδιο το αρχαίο ελληνικό αίμα κ' είχανε την ελληνική παιδεία, ήτανε όμως ολότελα άλλοι, «άνθρωποι καινοί», «λαλούντες γλώσσαις καινές».
..........................................................................................................................................
              Ενώ η αρχαία τέχνη ήτανε βασισμένη απάνω στο μέτρο και στις αναλογίες, η τέχνη των Βυζαντινών δεν γνώριζε τέτοιο μέτρο, γιατί ζητούσε να βρει έκφραση για πράγματα που δεν χωρούνε στα τυπικά μέτρα, όπου περιορίζεται η απόδοση του φυσικού κόσμου, ας είναι κ' η πιο παθητική κ' ενθουσιώδης.
              Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο πράγμα. Είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο του υπερφυσικού, της αιωνιότητας. Γι' αυτό έχει αυτή την παράξενη και μυστηριώδη ιδιορρυθμία, που δεν τη θέλουνε οι άνθρωποι που οι πόθοι τους δεν βγαίνουνε έξω από το μέτρο κι από τον ορθό λόγο, δηλαδή που είναι κολλημένοι στην κοινοτοπία των υλικών συγκινήσεων.
               Οι Βυζαντινοί πιστεύανε στα μυστήρια και στην αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός, ήγουν στον θαυμαστό κόσμο που βρίσκεται πέρα από ότι πιάνουνε οι αισθήσεις και το μυαλό, ενώ ο αρχαίος σταματούσε ως εκεί. Ο Σωκράτης έκανε ένα πράγμα τη λογική του με τον Θεό, και δεν πίστευε διόλου σε ό,τι δεν παραδεχότανε το μυαλό του, δηλαδή στο θαύμα.
..........................................................................................................................................
                Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας.
..........................................................................................................................................
                 Όπως ο Σωκράτης δεν ένιωθε τα αντιλογικά μυστήρια που κήρυττε ο Παύλος, μ' όλον ότι έλεγε πως πιστεύει στον ένα Θεό, άλλο τόσο κι ο Πραξιτέλης κι ο Απελλής δεν θα ένοιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φτιαγμένη απάνω στον υλικό κανόνα.
..........................................................................................................................................
                Ο χριστιανισμός ελέπτυνε τον «διονυσιακόν και απολλώνειον» άνθρωπον, τον έστρεψε προς το βάθος του εαυτού του, του έδωσε «πνευματικόν οφθαλμόν και πνευματικό ούς», για να ερευνά τις αβύσσους του πνεύματος και ν' ακροάζεται τα «θεία απήχηματα»............Το Βυζάντιο πρωτάνοιξε την «πύλην την κεκλεισμένην» και μπόρεσε κ' είδε ο άνθρωπος εκείνα τα θαυμάσια, που είπε ο Χριστός πως δεν μπορέσανε να τα δούνε οι σοφοί κ' οι συνετοί της αρχαιότητας.
..........................................................................................................................................
              Πολλοί αρχαίοι μιλήσανε για την ματαιότητα του κόσμου, αλλά κανένας δεν την πίστεψε αληθινά, ώστε να την αφήσει, εκτός από τον Διογένη, που κι αυτός καμώθηκε ψεύτικα πως τη σιχάθηκε, μόνο και μόνο για να θρέψει τη ματαιοδοξία του. Κι έγινε «κύων», δηλαδή χειρότερος απ' ό,τι ήτανε.
..........................................................................................................................................
              Γι' αυτό ο απόστολος Παύλος έλεγε πως οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες, ήτανε «οι μη έχοντες ελπίδα». Ενώ στο Βυζάντιο ο βασιλιάς κατέβαινε από τον θρόνο και πήγαινε στην έρημο ντυμένος παλιόρασα από γιδότριχα και χαιρότανε γιατί «ηλευθερώθη από της δουλείας της φθοράς».
..........................................................................................................................................
              Όλα αυτά τα «καινά και αλλόκοτα» γινήκανε γιατί η πίστη μετατόπισε τον άνθρωπο και τους πόθους του από εκεί που βρισκότανε πριν να φανερωθεί το Ευαγγέλιο.
..........................................................................................................................................
            Η Κωνσταντινούπολη ήτανε η κιβωτός της ορθοδοξίας, δηλαδή της αληθινής πίστης του Χριστού, κι οι στρατιώτες που την φυλάγανε ήτανε «θεηγόροι οπλίται παράταξεως Κυρίου». Πολλοί βασιλιάδες της θεολογούσανε και συνθέτανε ύμνους και τροπάρια, και κάμποσοι απ' αυτούς καλογερέψανε, και πεθάνανε εν μετανοία στα μοναστήρια. Το ίδιο κάνανε και πολλοί στρατηγοί, και πλήθος αμέτρητο στρατιώτες γινόντανε καλόγεροι κι ασκητάδες, και κρεμάζανε το σπαθί και το κοντάρι τους στο κελλί τους, σαν άρματα αγιασμένα που διαφεντέψανε την πίστη του Χριστού.
..........................................................................................................................................
                Το παράδοξο είναι πως οι Βυζαντινοί θεωρούσανε πιο επικίνδυνους για τη θρησκεία τους, τους Φράγκους που ήτανε χριστιανοί, παρά τους Τούρκους, που ήτανε αλλόθρησκοι.............. Όλοι οι υπήκοοι του πάπα ερχόντανε στην Ανατολή ντυμένοι με προβατοπροβιά, ενώ ήτανε από μέσα λύκοι.
..........................................................................................................................................
               Η Ρωμηοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο ή, για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμηοσύνη.
                 Ακόμα από τον καιρό του Φωκά φανερώνουνται καθαρά τα χαρακτηριστικά της, και στα χρόνια των Παλαιολόγων, που ψυχομαχά το βασίλειο, αντρειώνεται η βασανισμένη Ρωμηοσύνη, η καινούργια Ελλάδα. Μεγάλωσε μέσα στην αγωνία η χριστιανική Ελλάδα, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Η Ρωμηοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ‘τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τί. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαραχτήρα τους στο σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μιά σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μιά τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμηοσύνη.
                Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ' αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χάρες που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι. Για τούτο η δυστυχισμένη Ρωμηοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δεν τ' αξιωθήκανε οι μεγάλοι κ' οι τρανοί λαοί της γής.
              Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης από την Κύπρο, στο εξαίσιο ποίημα που έγραψε για το μαρτύριο του εθνάρχου Κυπριανού κατά την επαναστάση του Εικοσιένα, βάζει στο στόμα του Κυπριανού τούτα τα λόγια, που λέγει στον Τούρκο πασά που τον δίκασε:
 
Η Ρωμηοσύνη είν' φυλή συνόκαιρη του κόσμου.
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ‘πο τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμηοσύνη θα χαθή όντας ο κόσμος λείψει.
 
             Ποιος μέγας ποιητής από τα ευτυχισμένα και καλοπερασμένα έθνη που εξουσιάζουνε τον κόσμο μίλησε με τέτοια λόγια για τη φυλή του, όπως τούτος ο φτωχός κι ασήμαντος Ρωμιός;
..........................................................................................................................................
            Μέσα στη βάρβαρη ανθρωπότητα, το Βυζάντιο ήτανε η κιβωτός η σφραγισμένη, που φύλαγε μέσα της κάθε πνευματικό θησαυρό, αποχτημένον με τον πόνο και με την πίστη. Σαν χάλασε αυτή η κιβωτός, και σκορπιστήκανε οι θησαυροί της, ο κόσμος θράφηκε πνευματικά από τα ψίχουλα που μαζέψανε κάποιοι Έλληνες και τα πήγανε στα δυτικά έθνη.
               Ωστόσο, μ' όλο που κόπηκε το μεγάλο εκείνο δέντρο της Ρωμηοσύνης, η φύτρα σώθηκε και πέταξε καινούργιους βλαστούς, που λουλουδίσανε, κι ας πλάκωνε τον ραγιά η φοβέρα του θανάτου.
 
Πηγή υλικού:
Ο Κόντογλου για την Ρωμηοσύνη, Αποσπάσματα από την ‘Πονεμένη Ρωμηοσύνη' του Φώτη Κόντογλου, έκδοση γ', 1976, εκδόσεις ‘Αστήρ'


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ

          
 
 
 
          Στο όρος Μελά, 40 χλμ. νότια της Τραπεζούντας, είναι χτισμένο το ξακουστό χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι Παναγίας Σουμελά, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού. Στη μονή αυτή φιλοξενήθηκε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας,την οποία φιλοτέχνησε ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς. Ύστερα από πολλούς αγώνες δημιουργήθηκε η μονή της Παναγίας Σουμελά στη Καστανιά Βέροιας.Το όνομα Σουμελά ετυμολογείται από το όρος Μελά και του Ποντιακού ιδιώματος «σού», που σημαίνει «εις το» ή «εις του» και έγινε Σουμελά «εις του Μελά».
Ιστορία
             Σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι χτίστηκε από τους Αθηναίους μοναχούς Βαρνάβα και Σοφρώνιο, οι οποίοι οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από φανέρωση της Παναγίας, με σκοπό να δημιουργήσουν το νέο της κατάλυμα. Εκεί, σε μια σπηλιά είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Οι μοναχοί έχτισαν με τη βοήθεια της γειτονικής μονής Βαζελώνα  κελί και στη συνέχεια εκκλησία. Αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. Χριστιανοί αλλά και μουσουλμάνοι επισκέπτονται το μοναστήρι για να δοκιμάσουν τις θεραπευτικές του ιδιότητες.
           Κατά καιρούς, η μονή υπέστη βαρβαρικές επιδρομές που οδήγησαν ακόμα και σε ερημώσεις της. Μία από αυτές ήταν στα τέλη του 6ου αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από επιδρομές ληστών αλλά το 644 επανιδρύθηκε από τον Τραπεζούντιο Όσιο Χριστόφορο.
          Την περίοδο της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη αίγλη και του χορηγήθηκαν σημαντικά προνόμια. Ανάμεσα σε αυτούς, που προσέφεραν στη μονή ξεχωρίζουν ο Μανουήλ Γ΄ Κομνηνός(1390-1417) και ο Αλέξιος Γ΄(1349-1390). Ο πρώτος αφιέρωσε στη μονή το 1390 ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού του Χριστού, το οποίο σήμερα μετά από πολλές περιπέτειες βρίσκεται μαζί με τα άλλα κειμήλια της μονής στο νέο της θρόνο, την Καστανιά Βέροιας. Οι αυτοκράτορες παραχώρησαν στη μονή τα εισοδήματα από τα γύρω χωριά και όρισαν σαράντα φρουρούς, τους πάροικους, για την προστασία της. Ο Αλέξιος Γ’ μάλιστα την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Mέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Iωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα.
         Τα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Νεότουρκων και των Κεμαλικών. Το 1922 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Οι μοναχοί πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και το σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού.
           Η απεριόριστη αγάπη των ξεριζωμένων στη Σουμελιώτισσα, η αθεράπευτη νοσταλγία τους για τις αξέχαστες πατρίδες ενισχύει την ελπίδα της απελευθέρωσής της. Έτσι, το 1931, με τη μεσολάβηση του Ελευθέριου Βενιζέλου στον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, στάλθηκε στον Πόντο και μετέφερε στην Ελλάδα τα κειμήλια αυτά ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Σουμελιώτης. Η εικόνα, ο πολύτιμος σταυρός και το ευαγγέλιο του Όσιου Χριστόφορου μεταφέρθηκαν προσωρινά στο Βυζαντινό μουσείο Αθηνών.
             Στα χρόνια που ακολούθησαν μια άλλη ιστορία γράφεται στον ελλαδικό χώρο…


Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Οι συντεχνίες στο Βυζάντιο

             
Εργοτάξιο της βυζαντινής εποχής. Μικρογραφία χειρογράφου.
Χρονικό Ιωάννη Σκυλίτζη (κώδ. Vitr. 26 – 2, φ. 141ˇα) 13ος αι. Ισπανία, Μαδρίτη, Biblioteca Naciona
 
                 “Συντεχνίες” ήταν οι οργανώσεις των βιοτεχνιών του Βυζαντίου. Κάθε βιοτεχνία είχε τη δική της συντεχνία, η οποία κανόνιζε τους όρους εργασίας, τα όρια των μισθών, τις τιμές πωλήσεων και τα νόμιμα κέρδη.
                 Στο Βυζάντιο το εμπόριο ήταν οργανωμένο σε συντεχνίες, από τα χρόνια του Κωνσταντίνου. Η άσκηση των επαγγελμάτων  ήταν ελεγχόμενη από το κράτος και οργανωμένη σε συντεχνίες. Τα χαρακτηριστικά και η λειτουργία κάθε συντεχνίας ορίζονταν σαφώς από τους νόμους και δεν ήταν επιτρεπτό να ανήκει κανείς σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Ορισμένοι επαγγελματίες είχαν   περιορισμούς, όπως οι κεραμείς, που έπρεπε να χτίζουν τα καμίνια τους μακριά από κατοικημένη περιοχή και σε απόσταση το ένα από το άλλο. Το ίδιο ίσχυε για τους βυρσοδέψες και τους βαφείς.
             Στις πόλεις βρίσκονταν τα εργαστήρια και τα εμπορικά. Κάθε συντεχνία διατηρούσε τα εργαστήρια ή τα μαγαζιά της σε συγκεκριμένη περιοχή της πόλης. Για παράδειγμα οι χαλκωματάδες της Θεσσαλονίκης είχαν τα καταστήματά τους κοντά στην Παναγία των Χαλκέων.
             Σε συντεχνίες ήταν οργανωμένοι οι χρυσοχόοι, οι ράφτες, οι έμποροι μεταξιού, οι κατασκευαστές και οι έμποροι μεταξωτών υφασμάτων, οι αρωματοπώλες, οι σαπωνοποιοί, οι κηροποιοί, οι παντοπώλες, οι κρεοπώλες, οι ιχθυέμποροι, οι αρτοποιοί, οι εργολάβοι οικοδομών και πολλοί άλλοι επαγγελματίες.
             Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρόεδρος που εκλεγόταν από τα μέλη της αλλά το κράτος διόριζε δίπλα στον πρόεδρο και έναν διοικητικό υπάλληλο που ασκούσε έλεγχο στο εσωτερικό της συντεχνίας.
             Για να γίνει κανείς δεκτός σε μια συντεχνία έπρεπε πρώτα να προταθεί από πέντε μέλη της συντεχνίας κι ύστερα να πάρει έγκριση από τον έπαρχο. Επίσης τις πρώτες ύλες που θα χρειαζόταν, τα εμπορεύματα που είχε δικαίωμα να πουλάει, τη μάξιμουμ ποσότητα που θα μπορούσε να προμηθευτεί και τα όρια του κέρδους του, όλα αυτά τα καθόριζε ο έπαρχος. Ειδικοί ελεγκτές επισκέπτονταν τακτικά τα καταστήματα και ελέγχαν αν ο επαγγελματίας τηρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
            Στο Βυζάντιο η παραγωγή και η πώληση ήταν αυστηρά διαχωρισμένες και τα περιθώρια του κέρδους καθορισμένα από το κράτος, έτσι γινόταν πρακτικά αδύνατη η ανάπτυξη μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να γίνεται αδύνατη η συσσώρευση μεγάλων περιουσιών, οι οποίες παρέμειναν για αιώνες αποκλειστικότητα των ευγενών και του κλήρου.
            Οι περιορισμοί που είχαν οι επαγγελματίες ήταν πάρα πολλοί. Για παράδειγμα ένας χρυσοχόος δεν είχε δικαίωμα να αγοράσει, για τις ανάγκες της δουλειάς του, περισσότερο από μια λίβρα χρυσού. Κι αν ήθελε να αγοράσει περισσότερο θα έπρεπε πρώτα να αποδείξει ότι χρησιμοποίησε ολοκληρωτικά την αρχική ποσότητα. Αυτό προκαλούσε καθυστέρηση στον ρυθμό παραγωγής κι ελάττωνε σημαντικά τις δυνατότητες ανάπτυξης της επιχείρησης.
             Ανάλογους περιορισμούς είχαν και άλλοι επαγγελματίες. Οι ιχθυέμποροι πωλούσαν τα ψάρια τους στην τιμή που όριζε το κράτος, οι παντοπώλες είχαν καθορισμένα ποσοστά κέρδους (16 με 17%), ενώ οι έμποροι μεταξιού αγόραζαν το ακατέργαστο μετάξι από τους παραγωγούς χωρίς να έχουν δικαίωμα να το κατεργαστούν οι ίδιοι. Ήταν υποχρεωμένοι να το μεταπωλούν στους κατεργαστές μεταξιού (καταρτάριους). Αλλά και οι καταρτάριοι είχαν τους δικούς τους περιορισμούς. Έπρεπε πρώτα να δηλώσουν την ποσότητα του μεταξιού που ήθελαν να κατεργαστούν και να βεβαιώσουν ότι διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια. Στη συνέχεια αναλάμβαναν τα κρατικά εργαστήρια βαφής του μεταξιού, ενώ υπεύθυνοι για τη λιανική πώληση ήταν ειδικοί έμποροι μεταξωτών υφασμάτων που είχαν το δικαίωμα να πωλούν μόνο μεταξωτά υφάσματα.


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Το κυνήγι στο Βυζάντιο

         
 
 
           Είναι γνωστό από πολλές πηγές το πάθος των Βυζαντινών για το κυνήγι. Το παράδειγμα έδιναν πρώτοι οι αυτοκράτορες, κυρίως από την εποχή των Κομνηνών. Τα παλάτια στολίζονταν με ψηφιδωτά που παρίσταναν κυνηγετικές σκηνές. Ο Νικήτας Χωνιάτης λ.χ. περιγράφει τις τοιχογραφίες των ανακτόρων του Ανδρόνικου: «Και ην κυνηγέσια ζωγραφούμενα, κλωγμός πτηνών, θωϋσμός κυνών, ελαφηβολίαι και λαγού θηρεύσεις και χαυλιόδους συς διακοντιζόμενος και ζούμπρος διελαυνόμενος δόρατι και βίος αγροτικός και σκηνίτης και εστίασις εκ των θηρευομένων σχέδιος και αυτός Ανδρόνικος μυστίλλων αυτοχειρί κρέας ελάφιον ή κάπρου μονάζοντος και οπτών περιφραδέως πυρί και τοιαύθ’ έτερα».
            Το κυνήγι ήταν «επιστήμη και εκστρατεία», όπως αποκαλύπτουν τα διάφορα «ιερακοσόφια και κυνοσόφια» και ο μέγας αριθμός των ειδικευμένων προσώπων που έπαιρναν μέρος, δούλων και ελευθέρων. Ήταν οι «κοιτασταί», οι «σκοπείς», οι «παγανευταί», οι «ιερακάριοι», οι «πετρινάριοι», οι «σκυλογάγγοι»,. Ο Ανδρόνικος ο Νέος έτρεφε 1400 λαγωνικά (ζαγάρια, ιχνεύτορες και χονδρόσκυλους) και χίλια γεράκια (πετρίτες της Ζαγοράς, «φαλκώνια» της Θεσσαλονίκης, «συγκούρια» της Μυτιλήνης, «οξυπτέρια» του Διδυμοτείχου).  Έτσι εξασφάλιζαν και το κρέας τους, με το κυνήγι, αγαπημένη απασχόληση των ανδρών που τους παρείχε συνάμα ευκαιρίες για προσωπική διάκριση. Κυνηγούσαν με σκυλιά και γεράκια. Δεν περιφρονούσαν όμως και άλλες μεθόδους όπως τις παγίδες, τα δίχτυα και τις ξωβεργες.
             Τις κυνηγετικές συνήθειες των Βυζαντινών υιοθέτησαν οι Τούρκοι μετά την άλωση.
          



             Ο Κωνσταντίνος Μανασσής  γράφει για τη σπουδαιότητα του κυνηγιού:
 
          <<Οι ιππασίες και τα κυνήγια και όσα άλλα παρόμοια έχουν επινοήσει οι άνθρωποι, δεν συμβάλλουν μόνο στην ενδυνάμωση των σωμάτων, αλλά ενσταλάζουν ευχαρίστηση και στην καριά και γαργαλούν και τις αισθήσεις. Εξάλλου βοηθούν τους ανθρώπους να αντιστέκονται στις ασθένειες, διώχνοντας καθετί ασθενικό και δοηγώντας τους προς την υγεία. Επιπλέον, τους εθίζουν στα πολεμικά, διδάσκοντάς τους να ιππεύουν και να επελαύνουν και να κρατούν την παράταξη και να μη βγαίνουν από τη φάλαγγα. Τους ασκούν στην καταδίωξη και στο να στρίβουν δεξιά και αριστερά, άλλοτε να αφήνουν τα άλογα και με χαλαρά τα χαλινάρια να τα προτρέπουν στον καλπασμό, κι άλλοτε να τα πιέζουν και να τα συγκρατούν σφίγγοντας τα χαλινάρια, τα φτιαγμένα από πυρόκαυστο σίδερο. Αυτά είναι, θα λέγαμε, μια μέτρια άσκηση, που προετοιμάζει για τις μεγαλύτερες. Αυτά δεν είναι ανδροκτόνα μάχη, είναι Άρης άοπλος, που δεν έχει χέρι βαμμένο στο αίμα ούτε δόρυ αιμοσταγές. Είναι λοιπόν καλά όλα αυτά, και οι μόνοι στους οποίους δεν αρέσουν και που δεν τα θέλουν είναι όσοι δεν αρέσκονται στο ωραίο>>.
 
          Οι Βυζαντινοί είχαν αδυναμία στα θηράματα, γνωστά για τη νοστιμάδα τους. Πρώτη θέση στον κατάλογο κατείχαν τα αγριοκάτσικα, ακολουθούσαν τα ελάφια, οι λαγοί, τα αγριογούρουνα, και τα διάφορα πουλιά. Καλύτερο θεωρούσαν το κρέας του ελαφιού, αλλά οι γιατροί της εποχής το θεωρούσαν δύσπεπτο και κακόχυμο, ενώ τον λαγό αν και σκληρός τον έκαναν κρασάτο ή ξιδάτο (στιφάδο) , αλλά τον έτρωγαν και ψητό. Το μήνα Δεκέμβριο, έτρωγαν και λαγό, παρόλο που ήταν σκληρός και δύσπεπτος. Για να εμπλουτίσουν τη γεύση του λαγού, τον έβραζαν και με χοιρινό κρέας, ή με κρασί και μυρωδικά.
        Ένδειξη πλούτου αποτελούσε στα γεύματα η ύπαρξη ελαφιών, ζαρκαδιών και αγριόχοιρων
 
                                        Θάνατος αυτοκράτορα σε κυνήγι
         
          Ο Βασίλειος Α’, σε ένα κυνήγι στη Θράκη δέχθηκε την επίθεση ενός μεγάλου ελαφιού που τον έριξε από το άλογο και καθώς τα κέρατα μπλέχτηκαν στη ζώνη του αυτοκράτορα, τον έσυρε για 16 μίλια. Ένας από τους υπηρέτες τελικά τον πρόλαβε και έκοψε με το το μαχαίρι του τη ζώνη απελευθερώνοντάς τον. Αλλά ο Βασίλειος, μέσα στην ταραχή του, νόμισε ότι ο σωτήρας του προσπάθησε να τον σκοτώσει και διέταξε τον άμεσο αποκεφαλισμό του. Το συμβάν δεν φάνηκε στην αρχή να του είχε προκαλέσει κάποιο σοβαρό τραυματισμό, αλλά λίγο αργότερα, ίσως λόγω του ισχυρού σοκ ή πιθανόν από εσωτερική αιμορραγία, πέθανε. Με αυτόν τον επεισοδιακό τρόπο τερματίστηκε η πολυκύμαντη ζωή ενός ανθρώπου που  από σταβλίτης σε χωριό της Μακεδονίας, κατόρθωσε να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
 
        . 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Το χαμένο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης

               

              
























              H μεγαλύτερη πρόσφατη ανακάλυψη της υποβρύχιας αρχαιολογίας έγινε στη στεριά. Είναι 32 βυζαντινά πλοία του 1000 μ.Χ. που ήρθαν στο φως στο λεγόμενο «Λιμάνι του Θεοδοσίου», στο Γενί Καπί της Κωνσταντινούπολης
               Στον πυθμένα του λεγόμενου «Λιμανιού του Θεοδοσίου» (αν και θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο), στην ακτή της συνοικίας Γενί Καπί της Πόλης, βρέθηκαν βυθισμένα- για την ακρίβεια «φυλακισμένα» στην υγρή άμμο- τουλάχιστον είκοσι εμπορικά πλοία με όλο το ξύλινο σκαρί τους, κάποια και με τα εμπορεύματά τους.
              Η είδηση όμως βρίσκεται και λίγο πιο κάτω, στον πυθμένα του λιμανιού. «Η Κωνσταντινούπολη έχει συνεχή ιστορία κατοίκησης 8.000 ετών», λέει ο Τούρκος αρχαιολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας Κεμάλ Πουλάκ για τις αποδείξεις που ήρθαν στο φως. Βρέθηκαν απλά κυκλικά και τετράγωνα οικήματα, φτιαγμένα από κλαδιά και λάσπη που κτίσθηκαν προτού ανέβει η στάθμη των υδάτων και σχηματισθεί το λιμάνι, το οποίο είναι γνωστό με το όνομα «Ελευθέριον», από το όνομα ενός ευγενούς που έκανε χορηγίες για την κατασκευή την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η επιβεβαίωση της συνεχούς κατοίκησης ήρθε και με την ανακάλυψη ενός νεκροταφείου, με λείψανα δύο μικρών παιδιών, μιας γυναίκας κι ενός ανδρός του 6300-6000 π.Χ.

             Ο Κεμάλ Πουλάκ, γεννημένος στη Σμύρνη, υπηρετεί 27 χρόνια την υποβρύχια αρχαιολογία, περνά τον μισό χρόνο κάτω από το νερό και τον άλλο μισό στο Ινστιτούτο Ναυτικής Αρχαιολογίας του Τέξας. Έχει βρει 32 πλοία στο «Λιμάνι του Θεοδοσίου», αλλά ονειρεύεται ν΄ ανακαλύψει ξανά ένα χαμένο προϊστορικό αρχαίο ναυάγιο. Βρέθηκε  στην Ελλάδα για το διεθνές συμπόσιο υποβρύχιας αρχαιολογίας στην Ύδρα.
 
Ποια είναι η σημασία της ανακάλυψης του «Λιμανιού του Θεοδοσίου» στην Κωνσταντινούπολη;
 
          Είναι τεράστια για την τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Για το λιμάνι Ελευθέριον γνωρίζουμε ότι δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή και ενσωματώθηκε στο μεγάλο λιμάνι που διαμορφώθηκε επί Θεοδοσίου στο τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα. Τα πλοία που βρέθηκαν το καλοκαίρι του 2005 βυθίστηκαν γύρω στο 1000 μ.Χ. κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας που κατέστρεψε όσα πλεούμενα βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι. Δώδεκα πλοία τα κατέκλυσε η άμμος αμέσως και γι΄ αυτό διατηρήθηκαν σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Έπειτα από αυτή την εποχή το λιμάνι έπαψε να χρησιμοποιείται από μεγάλα πλοία, αλλά έμεινε σε χρήση από ψαράδες μέχρι τον 15ο αιώνα, μέχρι την πτώση της Πόλης.
            Στο λιμάνι κατέληγε ένα ποτάμι που το γέμιζε με προσχώσεις, με συνέπεια να μετατοπίζεται και να πέφτει σταδιακά σε αχρησία. Για άγνωστους λόγους ποτέ δεν έκαναν εργασίες εκβάθυνσής του. Όταν κτίσθηκε η Πόλη, τα μεγάλα φορτηγά πλοία που μετέφεραν δημητριακά από την Αίγυπτο ανέβαιναν από τα Δαρδανέλλια και ξεφόρτωναν σε σιταποθήκες. Στις αρχές του 7ου αιώνα ξεφόρτωναν πια τα δημητριακά στο λιμάνι της Τενέδου κι από εκεί τα παραλάμβαναν μικρότερα. Τα περισσότερα πλοία που βρίσκουμε δεν είναι ποντοπόρα, αλλά για παράκτια ταξίδια. Τα μεγαλύτερα έχουν μήκος 15 μέτρων.
 
Ποια είναι τα σημαντικότερα ευρήματα;
             
                Δύο ελαφρές βυζαντινές πολεμικές γαλέρες, γνωστές με το όνομα «δρόμων». Είναι μια πολύ σημαντική ανακάλυψη γιατί τα πολεμικά πλοία σπανίως διατηρούνται. Μια πολεμική γαλέρα που βρέθηκε στη Βενετία χρονολογείται στο 1300. Αυτές είναι μικρότερες βεβαίως, αλλά χρονολογούνται στο 1000 και μέχρι τώρα δεν είχαν βρεθεί αντίστοιχες.
                 Βέβαια είναι το πιο μικρό δείγμα αυτού του τύπου που είναι ο απόγονος της αρχαίας τριήρους, η οποία κινούνταν από τρεις σειρές κωπηλάτες, ενώ τα δικά μας έχουν δύο σειρές. Το σημαντικό είναι ότι σώθηκαν οι οπές για τα κουπιά, χάρη στις οποίες επιβεβαιώνουμε πλέον ότι η απόσταση μεταξύ των κωπηλατών ήταν 95 εκατοστά. Βρήκαμε και τους πάγκους στους οποίους κάθονταν οι κωπηλάτες και μαζί με τη «γωνία» και την απόσταση από το σώμα του πλοίου έχουμε τις τρεις διαστάσεις της εργονομίας των κωπηλατών. Ποιο είναι το μέλλον αυτών των πλοίων;
               Δεν βρίσκονται τέτοια πλοία κάθε μέρα. Είναι πολύ σημαντικά και πρέπει να διασωθούν. Τα πλοία συναρμολογούνται και μεταφέρονται τώρα σε ειδικές υγραινόμενες αποθήκες και σε μεγάλα εργαστήρια όπου θα γίνει η συντήρησή τους. Αυτή η διαδικασία απαιτεί για κάθε ένα πλοίο εργασία 5-6 ετών ίσως και περισσότερο. Έχει δε ήδη ληφθεί η απόφαση για την ανέγερση μουσείου.


Το χαμένο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης
             Το Ντοκιμαντέρ καταγράφει την αποκάλυψη του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης στο Γενίκαπί, στα νότιας της ιστορικής χερσονήσου όπου ήταν κτισμένη στην αρχαιότητα η αποικία των Μεγαρέων, "Βυζάντιον". Η αρχαιολογική σκαπάνη φέρει επίσης στο φως δεκάδες ναυαγισμένα πλοία, τμήμα των τειχών του Μεγάλου Κωνσταντίνου αλλά και άλλα τεκμήρια θαμμένα στη λάσπη 17 αιώνων. Η μεγαλύτερη αρχαιολογική εκσκαφή εξελίσσεται δίπλα από τον πιο πολυσύχναστο συγκοινωνιακό άξονα της Πόλης. Μια μοναδική ευκαιρία να ερευνηθούν πλευρές της Ιστορίας της Κωνσταντινούπολης που δεν μπόρεσαν να μελετηθούν μέχρι σήμερα, αφού ο λιμένας του Θεοδοσίου έκρυβε στο βυθό του πολλά και σημαντικά ναυάγια. Η άμμος που κάλυψε τα πάντα διατήρησε ακέραια μέσα στους αιώνες αντικείμενα από δέρμα ή ξύλο, όπως λυχνάρια, σανδάλια, δοχεία αρωμάτων, αμφορείς, κάνιστρο γεμάτο κουκούτσια από κεράσια μέχρι και σκοινιά με τα οποία έδεναν τα πλοία τους στους πασσάλους στις αποβάθρες.


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Θάλασσα και Βυζάντιο

      




             H σχέση του Ελληνικού λαού με τη θάλασσα δεν χάθηκε ουδέποτε στο πέρασμα του χρόνου και αυτό δεν είναι καθόλα τυχαίο. Δαμάζοντας τα κύματα,ταξιδεύοντας και γνωρίζοντας νέους τόπους, οι Έλληνες εδώ και χιλιάδες χρόνια ανέπτυξαν τη ναυτοσύνη τους, κυριάρχησαν στο εμπόριο, δημιούργησαν αλλά και διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό.
           Εξετάζοντας σφαιρικά την ιστορική πορεία του τόπου, εύκολα διαπιστώνει κάποιος πως ανέκαθεν υπήρξε μια σχέση δυνατή και καταλυτική με το υγρό στοιχείο.
           Βγαίνοντας από περιόδους μακράς κυριαρχίας, όπως τη ρωμαϊκή ή αργότερα την οθωμανική, η σχέση με τη θάλασσα αποτέλεσε κύριο παράγοντα εξέλιξης σε τομείς οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας που οδήγησαν σε ευρύτερες κυριαρχικές σχέσεις την περιοχή.
            Καμπή στην ιστορική σχέση του ‘Έλληνα με τη θάλασσα αποτέλεσε αναμφισβήτητα η έναρξη της Βυζαντινής περιόδου, όπου στη νέα πρωτεύουσα της διχασμένης πια ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, η εγκαθίδρυση της ορθοδοξίας συμβάλλει καταλυτικά στην μεταγενέστερη πορεία και ανάπτυξη της. Σύντομα μετατρέπεται σε σύμβολο πίστης και πόλο προσέλευσης χιλιάδων χριστιανών. Η γεωγραφική της θέση συνέβαλε στην αλυσιδωτή οικονομικό-κοινωνική της ανάπτυξη και αποτέλεσε για αιώνες το μεγαλύτερο εμπορικό σταυροδρόμι μεταξύ δύσης και ανατολής.
           Οι θαλάσσιες επικοινωνίες ανθούν κατά την περίοδο της κοσμοκρατορίας της και ενώνουν τα πιο απομακρυσμένα μέρη της Μεσογείου μεταξύ τους. Την περίοδο εκείνη ανεκμετάλλευτο δεν μένει κανένα νησί, κανένα λιμάνι.
          Οι θαλασσοπόροι της εποχής δεν διαθέτουν ιδιαίτερα  βοηθητικά μέσα σε ότι αφορά τη χάραξη της πορείας τους στα πελάγη. Έτσι στη βυζαντινή ναυσιπλοΐα συναντούμε κυρίως τους περίπλους, δηλαδή αρχαίους οδηγούς που περιείχαν σημειώσεις για λιμάνια, ακτογραμμές και κατά προσέγγιση αποστάσεις μεταξύ τους, αργότερα πολύ γνώρισαν και τους πορτολάνους, ένα επίτευγμα του 12ου αιώνα μ.Χ αλλά και τους ναυτικούς χάρτες από τους γείτονες Ιταλούς.
          Τις θάλασσες οργώνουν ασταμάτητα πλοία εμπορικά, αλιευτικά και πολεμικά. Υπάρχει μια διαρκής και αναπόφευκτη επιρροή ποικιλόμορφων πολιτισμικών στοιχείων αλλά και ταυτοχρόνως μέριμνα για την εξασφάλιση της βυζαντινής κυριαρχίας.
          Αν και τα πολεμικά πλοία καθυστέρησαν λίγο να κάνουν τη συστηματική εμφάνιση τους, τα συναντάμε αρχικά μόλις στα μέσα του 5ου αιώνα και οργανωμένος κρατικός πολεμικός στόλος συγκροτείται επί Βασιλείου του Α’ του Μακεδόνα, κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα μΧ.
          Το πιο περίφημο πολεμικό πλοίο του βυζαντινού ναυτικού υπήρξε ο δρόμων. Ένα γρήγορο κωπήλατο σκάφος με βοηθητικά ιστία το οποίο εξελίσσεται γρήγορα και γύρω στον ένατο αιώνα κατασκευάζεται πλέον σε διάφορους τύπους.Έτσι συναντούμε τη διήρης, την τριήρης, την μονήρης και την γαλαία.
        Το διασημότερο πολεμικό σκαρί ήταν η τριήρης, στα 37μ. μήκος και μέγιστο πλάτος στα 5,5μ. Ως κινητήρια δύναμη χρησιμοποιούσε 170 κωπηλάτες καθισμένους σε τρία επίπεδα, καθώς και πανιά. Κύριο χαρακτηριστικό της τα σιφώνια, με τα οποία ήταν εξοπλισμένη για την εκτόξευση του περιβόητου υγρού πυρ.
       Ο επιβλητικός αυτοκρατορικός στόλος που δημιουργήθηκε ήταν αγκυροβολημένος στην Κωνσταντινούπολη και ανελάμβανε μακρινές αποστολές, ήταν ο λεγόμενος στόλος της «ανοικτής θαλάσσης».
       Υπήρχε και ο επαρχιακός στόλος που διέθετε ελαφριές πολεμικές μονάδες και λειτουργούσε ως αμυντικός σχηματισμός. Για τη συντήρηση του είχαν δημιουργηθεί ναύσταθμοι και ναυπηγεία σε πολλά σημεία της βυζαντινής επαρχίας.
        Οι συνεχόμενες εκστρατείες που δραματοποιόντουσαν κατά το απόγειο της Βυζαντινής περιόδου, οδήγησαν στην ανάγκη κατασκευής  και κάποιων πολεμικών πλοίων, που χρησίμευαν ενίοτε ως βοηθητικά, για τη μεταφορά στρατιωτών, αλόγων και πυρομαχικών. Το συγκεκριμένο τύπο πλοίου ονομαζόταν "χελάνδιον".
         Σε κάθε περίπτωση η ναυτική πολεμική μηχανή που κατασκευάστηκε έπρεπε να διατηρείται πάντα ακμαία και να είναι επαρκής τόσο για την διατήρηση της ευρύτερης κυριαρχίας και δόξας όσο και για την ομαλή διεξαγωγή του εμπορίου.
           Για τα εμπορικά πλοία της εποχής οι πληροφορίες είναι λίγες. Ήταν ως επί το πλείστο πλοία μικρά με στρογγυλό κύτος, ελαφριά και ευέλικτα ώστε να μανουβράρονται γενικότερα εύκολα, να αποφεύγουν τις πειρατικές επιδρομές και να περνούν άνετα τα Ηστενά του Κεράτιου κόλπου.
         Ήταν κατεξοχήν ιστιοφόρα, διέθεταν τριγωνικά ιστία, το αρχαίο λατίνι και διευθυνόταν με τη βοήθεια δύο πηδαλίων στη πρύμνη. Χρησιμοποιούσαν ενίοτε και κουπιά. Εντούτοις όμως οι κωπηλάτες αποφεύγονταν ως οικονομικά ασύμφορη λύση και είχαν επικουρικό ρόλο.
         Πρώτοι ήταν οι Βυζαντινοί που εκμεταλλεύτηκαν τα πλεονεκτήματα του τριγωνικού πανιού στα μεγάλου εκτοπίσματος πλοία. Η χρήση του αυτή, σήμερα μας είναι γνωστή από απεικονίσεις σε χειρόγραφα και από σύγχρονες αγιογραφίες. Αποκαλούσαν όλα τα πανιά, άρμενα και τα ξεχώριζαν σε αρμενόπουλα (τους φλώκους) και σε μεγάλα άρμενα.
         Το αξιοσημείωτο είναι πως το Βυζάντιο είχε θεσπίσει μια ολοκληρωμένη νομοθεσία για την προστασία και ανάπτυξη  των εμπορικών στόλων. Το νομοθετικό πλαίσιο για τους πλοιοκτήτες ήταν αρκετά ελαστικό και απαγόρευε  ρητά το δανεισμό με επιτόκιο.
         Οι ονομασίες των πλοίων είχαν να κάνουν με τους σκοπούς που εξυπηρετούσαν. Εκείνο που μετέφερε για παράδειγμα καρπούς και ήταν κυρίως εμπορικό, λεγόταν "πάμφιλον"  και "σανδάλιον" το φορτηγο και αλιευτικό πλοίο.
          Προς το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τα εμπορικά πλοία αριθμούσαν πολύ περισσότερα από τα πολεμικά. Είχε αρχίσει η παρακμή και οι θαλασσοπόροι και έμποροι είχαν ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούν και διάφορους ξένους τύπους σκαφών για τη μεταφορά των εμπορευμάτων τους.
            Προς τον 13ο αιώνα μ Χ πλησιάζει σταδιακά το τέλος μιας ένδοξης εποχής που χαρακτηρίστηκε μεταξύ άλλων και  έντονα από τη σχέση μεταξύ του Ελληνικού πολιτισμού και του θαλασσινού στοιχείου. Η άλωση θα φέρει την οθωμανική κυριαρχία και η σχέση αυτή θα πάρει άλλες μορφές, ίσως θα λέγαμε πιο υποτονικές, για να παίξει και πάλι πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση της ελλήνων μετά από τέσσερις περίπου αιώνες.
         Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός, ότι η θάλασσα είναι άρρηκτα δεμένη με κάθε κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και κάθε φορά η σχέση του Έλληνα μαζί της προσδιορίζεται από το ιστορικό πλαίσιο και τα γεγονότα της εποχής.
                                               

             Το άρθρο είναι της   Ίριδας  Λιναρδάτου από τη ιστοσελίδα http://www.yachttime.gr/